Μόνο σειρήνες πολέμου δεν ακούγονταν στις ηλεκτρονικές σελίδες των αγγλοσαξωνικών μέσων ενημέρωσης όταν περιέγραφαν την «αυθάδεια» της ελληνικής κυβέρνησης να αμφισβητήσει τις κυρώσεις της ΕΕ απέναντι στη Ρωσία. «Η αριστερή κυβέρνηση πυροδοτεί φόβους για τη δημιουργία ρωσικού προγεφυρώματος» έγραφε η Washington Post. «Ο Τσίπρας πέταξε μια χειροβομβίδα στις Βρυξέλλες», πλειοδοτούσαν σε μακαρθικό παροξυσμό οι Financial Times. Ακόμη και το Radio Free Europe, που χρηματοδοτείται απευθείας από την αμερικανική κυβέρνηση, ξαναφόρεσε την ψυχροπολεμική στολή εκστρατείας για να επιτεθεί στον «ακροαριστερό» Τσίπρα.
Με ρεπορτάζ, που έμοιαζαν απελπιστικά μεταξύ τους, τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αναφέρονταν ακόμη και στο ενδεχόμενο διαρροής από την Αθήνα απόρρητων πληροφοριών του ΝΑΤΟ στη Μόσχα. Λες και υπάρχει έστω και ένα bit ηλεκτρονικής πληροφορίας, το οποίο γνωρίζει η Αθήνα και αγνοούν οι μυστικές υπηρεσίες στη Μόσχα.
Η έκπληξη βέβαια των Αμερικανών (ή αμερικανοτραφών) αναλυτών ήταν ως ένα βαθμό δικαιολογημένη. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που εμφανιζόταν από αρκετούς σαν δύναμη που θα διεμβολίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση προς όφελος των ΗΠΑ, στρεφόταν τώρα στον σημαντικότερο αντίπαλο των Αμερικάνων στην Ευρασία. Ελάχιστοι ψύχραιμοι αναλυτές σημείωναν ότι η κίνηση του ελληνικού ΥΠΕΞ όχι μόνο δεν συνιστά «ράπισμα» στην πολιτική των ΗΠΑ αλλά ίσως αποτελεί την πρώτη υπαναχώρηση της κυβέρνησης Τσίπρα (αφού τελικά δεν τέθηκε βέτο στη συνέχιση των κυρώσεων). Αυτό που ακόμα λιγότεροι σχολίασαν όμως είναι ότι η «αυθάδεια» της νέας ελληνικής διπλωματίας όχι μόνο δεν θα έπρεπε να ενοχλήσει τους Ευρωπαίους αλλά όφειλε να ενθουσιάσει ορισμένους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους στο Βερολίνο.
Εξετάζοντας την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας απέναντι στη Ρωσία είναι δύσκολο να μιλάς για ένα «Βερολίνο». Από τους πρώτους μήνες της κρίσης στην Ουκρανία ήταν σαφές ότι οι επίσημες ανακοινώσεις του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών και η επιβολή κυρώσεων προς τη Μόσχα δεν εξέφραζαν το σύνολο της οικονομικής ελίτ της ώρας. Ένα μεγάλο τμήμα της βιομηχανικής παραγωγής και του εξαγωγικού τομέα της Γερμανίας, το οποίο μάλιστα απασχολεί τουλάχιστον 300.000 εργαζόμενους, εξαρτάται άμεσα από τις σχέσεις με τη Ρωσία. Παράλληλα, μεγάλο τμήμα του πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου κατανοεί ότι η σύγκρουση με τη Ρωσία και η διαρκής απειλή διακοπής της ροής φυσικού αερίου απειλεί άμεσα την ενεργειακή αυτονομία της Γερμανίας και ολόκληρης της Ευρώπης. Οι ΗΠΑ έχουν κάθε λόγο να επιθυμούν κλιμάκωση των συγκρούσεων στην Ουρανία και επιδείνωση των γερμανο-ρωσικών σχέσεων καθώς έτσι η ευρωπαϊκή αγορά θα εξαρτάται περισσότερο από τα ενεργειακά αποθέματα του Περσικού Κόλπου – όπου η Ουάσιγκτον ελέγχει πολιτικά τις μεγαλύτερες πετρελαιοπαραγωγές χώρες.
Η Γερμανική διπλωματία, άλλωστε, ενώ είχε καθοριστικό ρόλο στην ανατροπή της κυβέρνησης Γιανουτσένκο στο Κίεβο, πολύ γρήγορα συνειδητοποίησε ότι στην πραγματικότητα έπαιζε το παιχνίδι των ΗΠΑ. Η ιστορία δηλαδή επαναλαμβανόταν με τους ίδιους σχεδόν όρους που είχαμε δει και στα Βαλκάνια: το Βερολίνο άνοιξε τον ασκό του Αιόλου για τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας αλλά έχασε ολοκληρωτικά τον έλεγχο από την Ουάσιγκτον, η οποία άρχισε να στήνει αμερικανικά προτεκτοράτα μέσα στη σφαίρα επιρροής της Γερμανίας.
Στην περίπτωση της Ουκρανίας η συνέχεια είχε ακόμη δυσμενέστερες επιπτώσεις για την γερμανική οικονομία, αφού επωμίστηκε το κόστος των κυρώσεων απέναντι στη Ρωσία χωρίς στην ουσία να κερδίζει κανένα γεωπολιτικό αντάλλαγμα. Τελευταία ελπίδα αντιστροφής του κλίματος ήταν οι περσινές εκλογές στην Ουκρανία, στις οποίες η Γερμανία θα προτιμούσε την κυριαρχία της παράταξης του Ποροσένκο – του μοναδικού ολιγάρχη που θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν γέφυρα ανάμεσα στη Γερμανία και τη Ρωσία. Το αποτέλεσμα όμως αποτέλεσε έναν ακόμη κόλαφο για τη Γερμανική διπλωματία: Η κυριαρχία του Αρσένι Γιατσενιούκ που κατέλαβε την πρωθυπουργία σήμαινε την ολοκληρωτική επικράτηση του αμερικανικού παράγοντα στην εσωτερική πολιτική σκηνή της Ουκρανίας. Ο Γιατσενιούκ ήταν ο άνθρωπος τον οποίο προωθούσε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ για να αναλάβει την πρωθυπουργία στην περίφημη τηλεφωνική συνομιλία με την αμερικανική πρεσβεία στο Κίεβο.
Η αμφίσημη στάση της Γερμανίας απέναντι στη Ρωσία – από τη μια επιβολή κυρώσεων και από την άλλη προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με το Κρεμλίνο – αντικατοπτρίζει την εσωτερική σύγκρουση δυο διαφορετικών ομάδων της άρχουσας τάξης με εντελώς διαφορετικό προσανατολισμό. Η ίδια σύγκρουση όμως φαίνεται να επαναλαμβάνεται και σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Πίσω από την υποτιθέμενη ομοφωνία στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής απέναντι στη Ρωσία αρκετές χώρες περίμεναν την πρώτη ευκαιρία για να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους στην ακολουθούμενη πολιτική – και η στάση της ελληνικής κυβέρνησης του έδωσε το «πάτημα» που ζητούσαν.
Που βρίσκεται λοιπόν η θέση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής απέναντι σε ένα τόσο δαιδαλώδες πλαίσιο συμφερόντων; Αρκετοί θα υποστηρίξουν ότι οι ελιγμοί ανάμεσα σε υπερδυνάμεις θα φέρουν τη χώρα στη θέση των βατράχων, που ποδοπατούνται όταν περνάνε από τη λίμνη τους τα βουβάλια. Μήπως όμως μέσα σε αυτούς τους βάλτους δεν ξεπηδούσαν πάντα και οι μεγαλύτερες ευκαιρίες των μικρών χωρών να χαράξουν ανεξάρτητη διπλωματία – να εκμεταλλεύονται δηλαδή τις αντιθέσεις των γιγάντων για να προωθούν τα δικά τους συμφέροντα ή έστω να αμύνονται στις επιθέσεις; Οι ίδιοι οι ηγέτες της ρωσικής επανάστασης και αργότερα (σε πολύ πιο μετριοπαθή γραμμή), το Κίνημα των Αδεσμέυτων, δεν ισορρόπησαν ανάμεσα σε φρικτές ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις;
Η δεύτερη και διόλου αμελητέα κριτική που ασκείται σε κάθε απόπειρα προσέγγισης με χώρες όπως η Ρωσία ή η Κίνα είναι ότι πρόκειται για αυταρχικά καθεστώτα που παραβιάζουν σε καθημερινή βάση στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών τους. Η κριτική είναι όχι μόνο βάσιμη αλλά θέτει και σημαντικά ερωτήματα για την εξωτερική πολιτικής μιας αριστερής κυβέρνησης, η οποία πρέπει πάντα να έχει ως γνώμονα τον άνθρωπο και την ηθική. Για να έχουμε, όμως, πλήρη εικόνα του ρόλου μιας χώρας δεν αρκεί να εξετάσουμε την εσωτερική της κατάσταση αλλά και το ρόλο της στη διεθνή σκακιέρα. Οι χώρες που αμφισβητούν την αμερικανική παντοκρατορία σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο έχουν πολλά να προσφέρουν σε οικονομίες που συνθλίβονται από τις δυνάμεις της αγοραίας παγκοσμιοποίησης. Το σύνολο σχεδόν των αριστερών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής συνεργάστηκε όχι μόνο με το Πεκίνο και τη Μόσχα αλλά ακόμη και με την Τεχεράνη, θεωρώντας ότι αποτελούν μοναδική σανίδα σωτηρίας απέναντι στις συνεχείς οικονομικές επιθέσεις των ΗΠΑ. Ακολουθώντας τη ρεαλιστική οδό των διεθνών σχέσεων, μπορεί θεωρητικά πρόδωσαν τις αρχές τους αλλά κατάφεραν να ανασύρουν εκατομμύρια ανθρώπους από την απόλυτη φτώχεια και να αποδείξουν ότι μια άλλη οικονομική στρατηγική είναι εφικτή.
Δεν υπάρχουν σωστές και λάθος επιλογές και ο καθένας τραβά τις δικές του κόκκινες γραμμές. Οι μόνοι που δεν δικαιούνται να ομιλούν είναι αυτοί που υποστήριζαν το φασιστικό πραξικόπημα της Ουκρανίας αλλά μας ζητούν τώρα να κρατάμε αποστάσεις από την εθνικιστή Ρωσία. Αυτοί που αποδέχονται το ανθρωποκυνηγητό του Ασάνζ και του Σνόουντεν αλλά εξεγείρονται με την φίμωση του Τύπου σε αραβικά και ασιατικά καθεστώτα. Αυτοί, εν τέλει, που ανέχτηκαν την στρατηγική συμμαχία της Ελλάδας με τους εγκληματίες πολέμου του Ισραήλ και μόνο τώρα θυμήθηκαν την ηθική ως γνώμονα στη χάραξη εξωτερικής πολιτικής.
Το σημαντικότερο βέβαια ερώτημα είναι αν αξίζει κανείς να ακολουθήσει μια ρεαλιστική πολιτική που θα στρέψει την εξωτερική πολιτική της Ελλάδας προς Ανατολάς. Αρκετοί αναλυτές θα υποστηρίξουν ότι μετά την ραγδαία πτώση των τιμών του πετρελαίου η ρωσική οικονομία αλλά και το σύνολο των λεγόμενων BRIC (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα) χάνουν τη λάμψη της εκρηκτικής ανάπτυξης των προηγούμενων χρόνων. Ακόμη όμως και αν δεχθούμε αυτή την άποψη (αν και είναι αμφίβολο ότι οι ΗΠΑ και η Σαουδική Αραβία μπορούν να διατηρήσουν την τιμή του μαύρου χρυσού σε τόσο χαμηλά επίπεδα) πρέπει να αναλογιστούμε ποια είναι τα πραγματικά μεγέθη για τα οποία συζητάμε. Το λεγόμενο «ΔΝΤ» και η «Παγκόσμια Τράπεζα των φτωχών», τα επενδυτικά εργαλεία δηλαδή που προωθούν τα BRICS σαν αντιστάθμισμα στην παγκόσμια οικονομική αρχιτεκτονική της Δύσης φτάνουν και περισσέυουν για να στηρίξουν μια μικροσκοπική οικονομία όπως η Ελληνική. Με αναμενόμενο αποθεματικό 100 δισεκατομμυρίων δολαρίων η διεθνής τράπεζα που σχεδιάζεται, ίσως να μην μπορεί να συγκριθεί με την Παγκόσμια Τράπεζα αλλά θα αποτελέσει ένα ισχυρό αντίπαλο δέος στα όργανα που δημιούργησαν οι νικητές του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου για να ελέγχουν την παγκόσμια οικονομία.
Η επόμενη ερώτηση είναι φυσικά αν η Ρωσία έχει κάποιο λόγο να ασχοληθεί με μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία επί υπουργίας Βενιζέλου στο ΥΠΕΞ πρωτοστατούσε στην επιβολή κυρώσεων εναντίον της Μόσχας και στήριζε όλα τα φασιστικά μορφώματα της Ουκρανίας αφήνοντας αβοήθητους ακόμη και τους Ρωσόφονους Έλληνες. Οι μέχρι στιγμής κινήσεις της Μόσχας συνηγορούν στο ότι υπάρχει σαφής πρόθεση συνεργασίας. Πριν ακόμη από τις εκλογές, το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων «διέρρεε» συνεχώς ότι αν η Ελλάδα τα «βρει σκούρα» στις διαπραγματεύσεις μπορεί πάντα να ελπίζει σε οικονομική αρωγή της Μόσχας. Ο Ρώσος πρέσβης στην Αθήνα ήταν ο πρώτος ξένος διπλωμάτης που πέρασε την πόρτα του Μαξίμου επί πρωθυπουργός Τσίπρα ενώ ακόμη και ο επικεφαλής των ρωσικών σιδηροδρόμων, όταν ρωτήθηκε πως θα αντιδράσει αν ακυρωθεί η ιδιωτικοποίηση του ΟΣΕ, απάντησε ότι δεν πειράζει «θα βρούμε άλλες ευκαιρίες συνεργασίας».
Σημαίνουν μήπως όλα αυτά ότι βρήκαμε αίφνης έναν νέο πατερούλη (σκληρό καπιταλιστή αυτή τη φορά) που θα μας προστατεύει από τη μανία των αγορών της Δύσης με μοναδικό αντάλλαγμα ένα ζεστό χαμόγελο του Βαρουφάκη και του Κοτζιά; Κάθε άλλο. Σημαίνει όμως ότι η ολοκληρωτική παράδοση της χώρας στις εντολές των ΗΠΑ και των Βρυξελλών, χωρίς την αναζήτηση εναλλακτικών πηγών χρηματοδότησης και χωρίς εκμετάλλευση των εσωτερικών αντιθέσεων του παγκόσμιου συστήματος, συνιστά πλέον και επισήμως εθνική προδοσία.
Άρης Χατζηστεφάνου για το Περιοδικό Unfollow Μαρτίου