Σχεδόν μισή χιλιετία έχει περάσει από την ημέρα που ο Νικολό Μακιαβέλι παρουσίασε τον «Ηγεμόνα» και δεν είναι λίγοι οι ιστορικοί και οι δημοσιογράφοι στην Ιταλία που έσπευσαν να δώσουν στον νέο πρωθυπουργό της Ιταλίας τον τίτλο του «μεταμοντέρνου Μακιαβέλι».
Ο Ρέντζι ακολούθησε πιστά τη βασικότερη αρχή του προάγγελου της αστικής πολιτικής σκέψης, σύμφωνα με την οποία «σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, το άτομο που επιφορτίζεται με την ευθύνη να ασκήσει την πολιτική εξουσία μπορεί να καταφύγει στη βία ή να παραβιάσει του νόμους της ηθικής». Ενώ όμως ο Μακιαβέλι επιχειρούσε να οικοδομήσει έναν Ιταλό ηγεμόνα ο οποίος θα ανέκοπτε την ισχύ της κεντρικής ηπειρωτικής Ευρώπης, ο Ρέντζι φαίνεται ότι τα βρίσκει μάλλον δύσκολα απέναντι στην απαίτηση του Βερολίνου και των Βρυξελλών να κλιμακώσει την πολιτική λιτότητας.
Ο Ρέντζι αναλαμβάνει την εξουσία τη στιγμή που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θέτει την Ιταλία σε καθεστώς επιτήρησης με στόχο να μειώσει το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας – πάντα σε βάρος των πολιτών και προς όφελος των ιταλικών και ευρωπαϊκών οικονομικών ελίτ. Γνωρίζοντας ότι η ραγδαία υποβάθμιση του βιοτικού επιπέδου των Ιταλών σε συνδυασμό με την άνοδο της ανεργίας των νέων, που έχει φτάσει στο 40%, απειλεί να οδηγήσει σε κοινωνική έκρηξη, η νέα κυβέρνηση φάνηκε να ζητά μια μικρή διορία πριν προχωρήσει στην επιβολή ενός νέου γύρου αντιλαϊκών μέτρων. Η απάντηση της ΕΕ, όμως ήρθε να δυναμιτίσει κάθε σχετική απόπειρα.
Ο Ευρωπαίος επίτροπος Όλι Ρεν, αφού υποβάθμισε τις προβλέψεις ανάπτυξης, που είχε παρουσιάσει το ιταλικό υπουργείο οικονομικών, ζήτησε νέα μείωση του κόστους εργασίας που υποτίθεται ότι θα βοηθήσει την ασθενική ανταγωνιστικότητα της ιταλικής οικονομίας. Και όλα αυτά ενώ σύμφωνα με την ιταλική κυβέρνηση η χώρα παραμένει μέσα στο όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος του 3% που ζητά η Κομισιόν. Οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ξεκαθαρίζουν με κάθε ευκαιρία ότι μόνο στους πρώτους μήνες διακυβέρνησης από τον τεχνοκράτη Μάριο Μόντι η χώρα κινήθηκε προς τη σωστή κατεύθυνση, όταν δηλαδή επιβλήθηκαν τα σκληρότερα αντιλαϊκά μέτρα που έχει γνωρίσει η χώρα τις τελευταίες δεκαετίες. Με το χρέος όμως της Ιταλίας ως ποσοστό του ΑΕΠ να αγγίζει το 134%, δηλαδή στη δεύτερη υψηλότερη θέση των ευρωπαϊκών χωρών μετά την Ελλάδα, οι Βρυξέλλες δεν έχουν καμία αμφιβολία για το ποιος θα είναι το επόμενο θύμα τους.
Η νέα επίθεση αναμένεται να ξεκινήσει από την πόλη της Ρώμης, η οποία απειλείται με χρεοκοπία και την οποία τα αρπακτικά του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου ετοιμάζονται να αντιμετωπίσουν σαν το Ντιτρόιτ των ΗΠΑ. Εδώ και εβδομάδες Ιταλοί πολιτικοί και τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης δημιουργούν κλίμα πανικού για την αδυναμία του Δήμου να πληρώσει τους μισθούς των υπαλλήλων, με στόχο να διαμορφώσουν ένα πακέτο «διάσωσης» που θα προβλέπει απολύσεις, δραστικές περικοπές μισθών και μαζικό ξεπούλημα δημόσιας περιουσίας. Στο στόχαστρο των ιδιωτών βρίσκονται οι δημοτικές εταιρείες αστικών συγκοινωνιών και διαχείρισης απορριμάτων το ξεπούλημα των οποίων θα ανοίξει τον ασκό του Αιόλου για ένα γιγαντιαίο πλιάτσικο στην περιουσία του ιταλικού δημοσίου.
Σε αυτές τις συνθήκες ο Ρέντζι καλείται να αποπληρώσει το χρέος του προς τις οικονομικές ελίτ και κυρίως το σύνδεσμο των Ιταλών βιομηχάνων, που στήριξε το «πραξικόπημα στο εσωτερικό του Δημοκρατικού Κόμματος και τον έφερε στην εξουσία παρά το γεγονός ότι το κόμμα του δεν διέθετε την απαραίτητη πλειοψηφία.
Πριν ακόμη τη δυναμική παρέμβαση του Όλι Ρεν, εκ μέρους της Κομισιόν, ο Ρέντζι είχε υποσχεθεί ότι θα αφιέρωνε κάθε μήνα της διακυβέρνησης του σε μια δομική μεταρρύθμιση της ιταλικής οικονομίας. Αυτό πρακτικά μεταφράζεται σε περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας για τον Μάρτιο, επιθέσεις στη δομή και τη λειτουργία του δημόσιου τομέα τον Απρίλιο και φορολογικές ελαφρύνσεις για το μεγάλο κεφάλαιο τον Μάιο.
O Ρέντζι είναι ο τρίτος κατά σειρά πρωθυπουργός της χώρας, μετά τον Μάριο Μόντι και τον Ενρίκο Λέτα, που επιλέγεται από την ιταλική βουλή χωρίς προσφυγή στις κάλπες ύστερα από την «ανατροπή» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι. Επικαλούμενος και αυτός την «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», στην οποία βρίσκεται η ιταλική οικονομία, συνεχίζει τον σκοτεινό αντιδημοκρατικό δρόμο που ξεκίνησε με το τεχνοκρατικό πραξικόπημα του Μόντι – πάντα βέβαια με την έγκριση και τη συνεχή καθοδήγηση του Ιταλικού ΣΕΒ. Προκειμένου να εξασφαλίσει την κυριαρχία του ο μεταμοντέρνος Μακιαβέλι ξεκαθάρισε ότι σκοπεύει να μείνει στον πρωθυπουργικό θώκο μέχρι το 2018 και όχι, όπως του πρότειναν αρκετοί συνεργάτες του, να αλλάξει τον εκλογικό νόμο προκειμένου να ζητήσει ανανέωση της λαϊκής εντολής το 2015.
Την επίθεση στα λαϊκά στρώματα θα αναλάβει να πραγματοποιήσει ένα πολύ μικρό σχήμα εκλεγμένων και μη τεχνοκρατών, όπως ο νέος υπουργός Οικονομικών Πιερ Κάρλο Παντοάν που έχει εργαστεί σαν «οικονομικός εκτελεστής» για το ΔΝΤ την περίοδο 2001-2005, επικεφαλής οικονομικός αναλυτής του ΟΟΣΑ και σύμβουλος σε θέματα οικονομίας του Μάσιμο ΝΤ’ Αλέμα. Σε ρόλο αλεξιπτωτιστή στο πολιτικό σκηνικό της Ιταλίας εμφανίστηκε και η Φεντερίκα Γκουίντι, αντιπρόεδρος της πανίσχυρης Κονφιντούστρια και κληρονόμος του Ιταλικού επιχειρηματικού κολοσσού Ducati Energia, η οποία ανέλαβε το υπουργείο Οικονομικής Ανάπτυξης.
Πριν καλά καλά καθίσει στον πρωθυπουργικό θώκο λοιπόν ο Ρέντζι καλείται να επιταχύνει την αντιλαϊκή επίθεση που είχε υποσχεθεί σε αυτούς που τον έφεραν στην εξουσία. Και σε αυτή την περίπτωση ακολουθεί μόνο κατά το ήμισυ τις συμβουλές του Μακιαβέλι που έλεγε ότι ο Ηγεμόνας θα πρέπει να είναι σαν τον κένταυρο – μισός άνθρωπος και μισός κτήνος – ώστε να μάχεται χρησιμοποιώντας άλλοτε το νόμο και άλλοτε την ζωώδη δύναμη. Στην προσπάθεια επιβολής των συμφερόντων της ιταλικής αστικής τάξης ο Ρέντζι αποφάσισε να κρατήσει μόνο το δεύτερο χαρακτηριστικό του Κενταύρου.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 09/03/2014