Σαν τέκνο της ανάγκης, την οποία αντιμετωπίζει η Χαμάς μετά την αλλαγή ισορροπιών στην περιοχή και όχι τόσο ώριμο τέκνο της οργής, βλέπουν αρκετοί αναλυτές την κυβερνητική συνεργασία που ανακοίνωσαν την περασμένη εβδομάδα οι εκπρόσωποι του Αμπάς και της Χαμάς. Με εξαίρεση την ισραηλινή κυβέρνηση, η οποία φαίνεται να θεωρεί πως οποιαδήποτε κίνηση πέρα από την γενοκτονία των Παλαιστινίων αποτελεί ήττα για τα συμφέροντά της, η Δύση αντιμετώπισε με ικανοποίηση τη συμφωνία. Οι συνεχείς υποχωρήσεις που πραγματοποίησε η Χαμάς για τη δημιουργία της κυβέρνησης συνασπισμού άφησαν στον Αμπάς την ευχέρεια να καθορίζει τις σημαντικότερες παραμέτρους. Συγκεκριμένα, παρά τις επιφυλάξεις της Χαμάς, τοποθέτησε τους ανθρώπους του στα κρίσιμα πόστα των υπουργείων Εξωτερικών και Θρησκευτικών Υποθέσεων ενώ προχωρά στο οριστικό κλείσιμο του υπουργείο που διαχειριζόταν τις υποθέσεις των παλαιστίνιων πολιτικών κρατουμένων – όπως ακριβώς ζητούσαν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Οι υποχωρήσεις της Χαμάς αντικατοπτρίζουν τη δεινή θέση στην οποία έχει βρεθεί η οργάνωση μετά τη δικτατορική ανατροπή της κυβέρνησης της Αιγύπτου αλλά και την αποσταθεροποίηση της Συρίας. Το κλείσιμο των συνοριακών περασμάτων και η καταστροφή των υπόγειων τούνελ, που λειτουργούσαν σαν αρτηρίες ζωής για τους αποκλεισμένους Παλαιστίνιους της Γάζας, προκαλεί μια ασφυκτική πίεση στον πληθυσμό και κατ’ επέκταση και στην πολιτική ηγεσία της Χαμάς. Η κυβέρνηση της Χαμάς ήταν πλέον υποχρεωμένη να συνάψει νέες συμφωνίες με τους παλαιστίνιους εμπόρους της Δυτικής Όχθης γεγονός που καθιστά επιτακτική την πολιτική συνεννόηση με την Φατάχ.
Υπό αυτές τις συνθήκες, Ουάσινγκτον και Βρυξέλλες δεν είχαν κανένα λόγο να μποϊκοτάρουν μια συμφωνία που ενισχύει τις θέσεις του Αμπάς, δηλαδή του δικού τους ανθρώπου στα παλαιστινιακά εδάφη.
Όσο θετικά συναισθήματα και αν προκαλεί στο πρώτο άκουσμα κάθε είδηση περί επανένωσης των αντιμαχόμενων παλαιστινιακών παρατάξεων, κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει ότι η συγκεκριμένη κυβέρνηση σηματοδοτεί και τη νομιμοποίηση του πραξικοπήματος που πραγματοποίησαν οι ΗΠΑ, η ΕΕ και το Ισραήλ για να ακυρώσουν την εκλογική νίκη της Χαμάς και να ενισχύσουν τη δύναμη του Αμπάς.
Το γεγονός λοιπόν ότι το Ισραήλ απάντησε με οργή στην ανακοίνωση του σχηματισμού κυβέρνησης πρέπει να θεωρηθεί περισσότερο σαν ένδειξη αμετροέπειας από την πλευρά του. Απαντώντας στην απόφαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ αλλά και της ΕΕ να αναγνωρίσει τη νέα κυβέρνηση, Ισραηλινοί αξιωματούχοι έκαναν λόγω για «ρεκόρ αφέλειας», αποκαλύπτοντας τον πανικό που προκαλεί σε μεγάλη μερίδα του ισραηλινού κατεστημένου η αργή αλλά σταθερή απαξίωση του Τελ Αβίβ στα μάτια του Λευκού Οίκου. Είναι προφανές ότι η προσωρινή τουλάχιστον «αντάντ» μεταξύ Ουάσινγκτον και Τεχεράνης έχει περιορίσει αισθητά την επιρροή του ισραηλινού παράγοντα στο εσωτερικό του Λευκού Οίκου αναγκάζοντας το Ισραήλ να προχωρά σε παρακινδυνευμένες ενέργειες – όπως λόγου χάρη η προσέγγιση με τη Σαουδική Αραβία, με την οποία μοιράζεται το ίδιο μίσος απέναντι στο Ιράν.
Παρά την αποτυχία της Χαμάς να θέσει και τους δικούς της όρους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, η δημιουργία της κυβέρνησης συνεργασίας προσφέρει τουλάχιστον τη δυνατότητα διενέργειας εκλογών σε έξι μήνες, από τις οποίες θα μπορούσαν να προκύψουν και ενθαρρυντικές εξελίξεις για τον παλαιστινιακό λαό. Θα πρέπει άλλωστε να σημειωθεί ότι η πύρρειος νίκη του Αμπάς δεν του εξασφαλίζει ούτε απόλυτη κυριαρχία και πολύ περισσότερο δεν εγγυάται τη συσπείρωση της βάσης της παράταξής του, που δεν μπορεί πλέον να ανεχτεί περισσότερο ενδοτισμό.
Το βέβαιο είναι ότι στις προηγούμενες εκλογές, που αποτέλεσαν μια από τις σημαντικότερες εκφράσεις της δημοκρατίας στον αραβικό κόσμο, οι Παλαιστίνιοι ψήφισαν «λάθος» για τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του Ισραήλ και έκτοτε το πληρώνουν ακριβά.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 07/06/2014