Διαβάστε τον πρόλογο του Α.Χατζηστεφάνου στο βιβλίο «Κλεμμένη Άνοιξη», της Σουηδής δημοσιογράφου Kajsa Ekis Ekman. Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.
«Η φτώχεια είναι πιο φρόνιμη αν νιώθει ότι φταίει».
Γιάννης Αγγελάκας
«Ριζώστε βαθιά στο μυαλό σας ότι η περίοδος της ευκολίας και των κεκτημένων συνηθειών έκλεισε απότομα… αλίμονο εάν δεν κόψουμε πνευματικά και ψυχικά τις γέφυρες με τη σύλληψη της ζωής την οποία είχαμε ως χτες τα ξημερώματα […] Όποιος είναι εγωιστής, όποιος νομίζει ότι μέσα στη δυστυχία των άλλων θα διατηρήσει ανέπαφη την άνεση άλλων καιρών, όποιος νομίζει ότι θα μπορεί να περνά αδιάφορος με την απαστράπτουσα Πόρσε Καγιέν… αυτός δεν θα έχει θέση ανάμεσά μας».
O αναγνώστης των μεγαλύτερων ελληνικών εφημερίδων θα αναγνωρίσει στο παραπάνω άρθρο εφημερίδας ένα από τα δεκάδες κείμενα που κυκλοφορούν ύστερα από την υπογραφή κάθε νέου μνημονίου.
Στην πραγματικότητα, τυπώθηκε, ως κεντρικό άρθρο γνώμης, στην εφημερίδα Το Βήμα (που τότε λεγόταν ακόμη Ελεύθερον Βήμα) στις 28 Απριλίου του 1941 – μια ημέρα μετά την κατάληψη της Αθήνας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής και ενώ όλες οι εφημερίδες βρίσκονταν πλέον υπό τον έλεγχο του κατακτητή. Το μόνο που χρειάστηκε για να μην προδοθούμε ήταν να το μεταφέρουμε στο μονοτονικό και να αντικαταστήσουμε τη λέξη «λιμουζίνα», που υπήρχε στο πρωτότυπο, με τις λέξεις «Πόρσε Καγιέν».
Η συγκεκριμένη εφημερίδα χαρακτηρίστηκε δωσιλογική και μετά την Κατοχή αναγκάστηκε να αλλάξει ελαφρώς τον τίτλο της (όχι όμως και τους διευθυντές της) για να μπορέσει να επανακυκλοφορήσει. Τι θα συμβεί άραγε στο μέλλον με τις «δωσιλογικές» εφημερίδες της εποχής του μνημονίου που αναπαρήγαγαν σχεδόν αυτούσιο το πνεύμα της Κατοχής;
Προφανώς, κάθε σύγκριση της σημερινής οικονομικής κατάστασης με τον έλεγχο της χώρας από τα ναζιστικά στρατεύματα είναι άκρως παρακινδυνευμένη και συχνά αποπροσανατολίζει αντί να φωτίζει την πραγματικότητα.
Υπάρχει όμως ένα κοινό μοτίβο στα κείμενα του χτες και του σήμερα. Οι συντάκτες τους επιχειρούν να προκαλέσουν ένα αίσθημα ενοχής στον πληθυσμό. Κυκλοφορούσατε με τις λιμουζίνες σας, τους λένε, και τώρα θα πληρώσετε («μαζί τα φάγαμε»). Θα υποφέρουμε, αλλά η χώρα θα βγει πραγματικά κερδισμένη από αυτή την περιπέτεια («το μνημόνιο είναι ευλογία για τον τόπο»).
Η συγκεκριμένη τεχνική προπαγάνδας έχει ακολουθηθεί σχεδόν στο σύνολο των χωρών που βρέθηκαν στην παγίδα του χρέους, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Αργεντινή των πρώτων μηνών του 20ού αιώνα.
Ο πληθυσμός πρέπει να αισθανθεί τη βαριά ευθύνη παλαιότερων πράξεων και να ταυτίσει στο μυαλό του την έννοια του δημόσιου χρέους με το προσωπικό χρέος – το οποίο έχει την ηθική υποχρέωση να αποπληρώσει. Η βρετανική ΤΙΝΑ (Τhere Ιs Νo Αlternative) της Μάργκαρετ Θάτσερ επανέρχεται δριμύτερη σαν μια θεά αρχαίας τραγωδίας που τιμωρεί και εξευτελίζει όποιον τολμήσει να προτείνει οποιαδήποτε εναλλακτική λύση για την έξοδο από την κρίση.
Το εξοργιστικό της υπόθεσης δεν είναι ότι τα ελληνικά και τα ξένα μέσα ενημέρωσης προωθούν αυτή την αντίληψη, κατ’ εντολήν της κυβέρνησης του Βερολίνου και συγκεκριμένων τραπεζών, αλλά ότι σχεδόν πάντα ο πληθυσμός αρχικά πείθεται ότι πραγματικά έφταιξε για τα χρέη που άλλοι συσσώρευαν στην πλάτη του.
Το βιβλίο της Ekman μπαίνει από την πρώτη στιγμή στην καρδιά αυτού του μηχανισμού κατασκευής ευθυνών. Παρακολουθώντας μάλιστα από κοντά όσους παράγουν και όσους καταναλώνουν αυτή την εικονική ευθύνη αποκαλύπτει, κατά τη γνώμη μου, και έναν άλλο βαθύτερο μηχανισμό: η ταύτιση απόψεων ανάμεσα στα ελληνικά και στα ξένα μέσα ενημέρωσης, στους Έλληνες και στους ξένους πολιτικούς και επιχειρηματίες προδίδει και ταύτιση συμφερόντων.
Η ελληνική κρίση δεν είναι αποτέλεσμα της σύγκρουσης της ελληνικής με τη γερμανική οικονομία, αλλά της κοινής επίθεσης των ευρωπαϊκών και των ελληνικών ελίτ απέναντι στους πολίτες τους. Η Ελλάδα δεν θα είχε βρεθεί σε αυτή την κατάσταση εάν η γερμανική κυβέρνηση δεν είχε παγώσει τους μισθούς και τις συντάξεις στο εσωτερικό της, γιγαντώνοντας έτσι το χάσμα ανταγωνιστικότητας και δημιουργώντας ελλείμματα που συσσωρεύτηκαν ως χρέη στις χώρες της περιφέρειας.
Και η ελληνική αστική τάξη όμως δεν θα είχε καταφέρει να επαναφέρει την εργασία και την εκμετάλλευση στα επίπεδα των μέσων του 19ου αιώνα χωρίς τη συνδρομή της τρόικας. Σε αυτή την ταύτιση συμφερόντων των γερμανικών και ελληνικών ελίτ βρίσκεται η πραγματική ομοιότητα με την περίοδο της Κατοχής και όχι στις απλουστευτικές συγκρίσεις της σημερινής Γερμανίας με την εποχή του Τρίτου Ράιχ.
Στο μακροχρόνιο δημοσιογραφικό της ταξίδι στην Ελλάδα η συγγραφέας καταφέρνει να αποκτήσει όχι μόνο πολύ καλύτερη αντίληψη της ελληνικής πραγματικότητας από τον μέσο Έλληνα δημοσιογράφο, αλλά και πρόσβαση σε επιχειρηματίες και πολιτικούς, οι οποίοι της ανοίγουν τα χαρτιά τους – πιθανότατα με τον επαρχιώτικο «μανταμ-σουσουδισμό» των ανθρώπων που θέλουν να εντυπωσιάσουν έναν ξένο δημοσιογράφο.
Αν η Ekman έδινε τα πραγματικά ονόματα ορισμένων από τους συνεντευξιαζόμενούς της, θα έριχνε μια δυνατή κλοτσιά στο πολιτικό και οικονομικό σύστημα της χώρας. Η ίδια όμως έχει έναν πολύ ανώτερο στόχο. Προσπαθεί να συνδέσει τις μικρές, καθημερινές ιστορίες άσημων και διάσημων Ελλήνων με την παγκόσμια οικονομική ιστορία των τελευταίων δεκαετιών.
Και εδώ βρίσκεται και το πιο συναρπαστικό στοιχείο του βιβλίου – η συνεχής εναλλαγή από τη στιβαρή οικονομική ανάλυση στις μικρές φράσεις που συλλέγει από τις καθημερινές της επαφές. Τα πράγματα μπαίνουν έτσι σε μια σειρά. Ο διπλανός άνεργος που περιθωριοποιείται μέρα με την ημέρα ή ο εφοπλιστής που σε προσπερνά με τη Μερσεντές του στο δρόμο εντάσσονται σε μια μεγάλη αφήγηση.
Η Ekman μοιράζει το χρόνο της διαβάζοντας για την παγκόσμια οικονομική ιστορία και «τρώγοντας» τόνους δακρυγόνων στις μεγάλες αντικυβερνητικές διαδηλώσεις.
Το βιβλίο μπορεί να γράφτηκε για ένα ξένο αναγνωστικό κοινό, αλλά δεν θα μπορούσε να αποτελεί καλύτερο εργαλείο ανάλυσης της σημερινής πραγματικότητας, ούτε θα μπορούσε να κυκλοφορήσει σε καλύτερη δυνατή στιγμή. Είναι η απαραίτητη επανάληψη και εμβάθυνση ενός εξωτερικού παρατηρητή που οφείλει να μας ξυπνήσει.