Στίχοι – Μουσική: Υπεραστικοί
Ενορχήστρωση – Κιθάρα – Τζουράς: Αντώνης Σιδερίδης
Κοντραμπάσο – Λαούτο: Κώστας Σταυρόπουλος
Βιολί: Χρήστος Δαλιάνης
Ηχοληψία-Μίξη: Γιωργής Νταβαρίνος
Ο Γιώργης ο «Σίσυφος»
Πες μου, ρε Γιώργη, τι ‘ναι αυτό στην πλάτη σου,
πες μου, αδερφέ μου, κι άσε το γινάτι σου.
Πάνω σου πέφτει, πλάκωσε το σώμα σου,
Γιώργη, αδερφέ μου, και κοιτώ το πτώμα σου.
Στα δύσκολα που περπατώ, ανήφορο ανεβαίνω,
χρονάκια αμέτρητα μετρώ στο βάσανο που φέρνω.
Απ’ τ’ άγριο το χάραμα μέχρι να πέσει ο ήλιος,
βαραίνει απά στην πλάτη μου, πώς να βαδίσω ίσιος;
Ώχου, ρε Γιώργη, βάσανο, αδερφάκι μου
και σου μιλάω, ίδιο το μεράκι μου.
Μας έχουν ρίξει μέσα στ’ άγρια κύματα
και ‘μεις μετράμε μόνο τα χτυπήματα.
Μέρα και νύχτα αγκομαχώ, το βάρος φορτωμένος,
και ‘κει που λέω πως τέλειωσε απ’ την αρχή ο καημένος.
Απ’ την κορφή τ’ ανήφορου για τα ριζά μας σπρώχνουν,
ετούτο το μαρτύριο για τους εργάτες το ‘χουν. (Ο Γιώργης ο «Σίσυφος»).
Γιώργη, αδερφέ μου, τι έχουμε να χάσουμε;
Μες στον νταλκά μας, κοίτα, μη γεράσουμε.
Γιώργη, στο λέω, στέγνωσε το δάκρυ μου,
γίνηκε σπίθα τώρα μες στη στάχτη μου.
Χωρίς εσένα και εμέ, γρανάζι δεν γυρίζει,
ο αφέντης που φορτώθηκες απ’ το αίμα σου κερδίζει.
Χωρίς εμένα και εσέ, γρανάζι δεν γυρνάει,
τ’ αφεντικό που κουβαλώ στο διάβολο να πάει.
Είναι το βάρος του σκουριά, κροτάλισμα αλυσίδας,
στην πλάτη τον σηκώνουμε, χωρίς το χάδι ελπίδας.
Όταν διψάμε, ξεδιψά, πεινάμε όταν χορταίνει.
Ανάσα αν βρούμε, ασφυκτιά, σαν σηκωθούμε τρέμει.