Του JACK RASMUS*
Καθώς η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου συνεχίζει να πέφτει από τον περασμένο Ιούνιο, η εκ πρώτης όψεως θετική οικονομική επίδραση ίσως αποδειχθεί απατηλή και αποσταθεροποιητική σε παγκόσμια κλίμακα.
Ένα νέο στοιχείο έχει μόλις προστεθεί στην ήδη άκρως ασταθή παγκόσμια οικονομία: ο αυξανόμενος κορεσμός του κόσμου με πετρέλαιο και η συνεπακόλουθη μεγάλη πτώση της τιμής του.
Από τον Ιούνιο του 2014, η τιμή του αργού πετρελαίου (ICE Brent) έχει μειωθεί πάνω από 40% , πέφτοντας από τα 115 δολ. το βαρέλι , τον Ιανουάριο του 2014, μόλις στα 67 στα τέλη Νοεμβρίου. Αυτή είναι η χαμηλότερη τιμή από το κατώτατο σημείο της ύφεσης του 2009. Η πτώση της τιμής δεν είναι απλώς μεγαλύτερη από την αναμενόμενη σε μια φυσιολογική κυκλική διόρθωση, αλλά εμφανίζεται επίσης ως κάτι πιο σοβαρό από ένα απλό προσωρινό φαινόμενο. Κάποιοι προβλέπουν ότι οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου θα πέσουν κάτω από τα 60 δολ. το βαρέλι το 2015 και δυνητικά θα μπορούσαν να φτάσουν τόσο χαμηλά όσο τα 40 δολ. που ήταν η τιμή κατάρρευσης στη διάρκεια της κρίσης του 2008-9.
Το ποια θα είναι η επίδραση μιας μεγάλης και παρατεταμένης πτώσης της τιμής του πετρελαίου στην παγκόσμια οικονομία –η οποία ήδη σύρεται προς τη στασιμότητα με αυξανόμενη χρηματοπιστωτική αστάθεια, ταυτόχρονα– μετά βίας συζητείται στον δυτικό επιχειρηματικό Τύπο. Αντίθετα, η πτώση της τιμής του πετρελαίου θεωρείται θετική οικονομική εξέλιξη, τόσο για τις ανεπτυγμένες όσο και για τις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς, και για την παγκόσμια οικονομία γενικότερα.
Οι οικονομολόγοι, ο επιχειρηματικός Τύπος και οι κυβερνήσεις στις αναπτυγμένες χώρες βάζουν “θετικό πρόσημο” στις μειούμενες τιμές του πετρελαίου, ισχυριζόμενοι όλοι ότι αυτό σημαίνει μικρότερο κόστος τόσο για τις επιχειρήσεις όσο και για τα νοικοκυριά. Χαμηλότερες τιμές πετρελαίου συνεπάγονται φθηνότερη βενζίνη και άρα δυνατότητα μεγαλύτερης καταναλωτικής δαπάνης των νοικοκυριών για άλλα προϊόντα. Το χαμηλότερο κόστος πετρελαίου θα δώσει έναυσμα για επιχειρηματικές επενδύσεις και δαπάνες και έτσι, όπως υποστηρίζεται, θα επηρεαστεί θετικά η οικονομική μεγέθυνση. Όμως, αυτή η απλοϊκή άποψη μπορεί να αποδειχθεί ανακριβής, όχι μόνο για τις ανεπτυγμένες χώρες, αλλά και για τις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς και για την παγκόσμια οικονομία γενικά. Οι συνδυασμένες αρνητικές επιδράσεις μιας βαθιάς και παρατεταμένης πτώσης της τιμής του πετρελαίου μπορούν κάλλιστα να υπερκεράσουν τα όποια θετικά αποτελέσματα.
Υπάρχουν τουλάχιστον τρεις σημαντικές δυνητικές επιπτώσεις που σχετίζονται με την παγκόσμια οικονομική αστάθεια, και οι οποίες πιθανώς θα αποτελέσουν τα επακόλουθα του παγκόσμιου αποπληθωρισμού της τιμής του πετρελαίου. Μερικές άρχισαν ήδη να εκδηλώνονται:
Πρώτον, η ταχύτερη ανατίμηση του δολαρίου των ΗΠΑ και η αντίστοιχη σχετική πτώση των νομισμάτων μιας σειράς αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς – ιδίως των χωρών που εξαρτώνται από τις εξαγωγές πρωτογενών προϊόντων και ειδικότερα των χωρών στις οποίες οι εξαγωγές πετρελαίου αποτελούν σημαντικό μέρος των συνολικών τους εξαγωγών. Υπάρχει μια μακρόχρονη, ιστορική και τεκμηριωμένη σχέση ανάμεσα στις μειούμενες τιμές του πετρελαίου και στην αύξηση της αξίας του αμερικανικού δολαρίου. Συνεπώς, η πτώση της τιμής του πετρελαίου σημαίνει ανατίμηση του αμερικανικού δολαρίου.
Μια δεύτερη αποσταθεροποιητική επίπτωση της μείωσης των τιμών του πετρελαίου θα είναι η συμβολή της στον γενικό αποπληθωρισμό που παρατηρείται στην Ευρώπη και την Ιαπωνία. Οι οικονομίες έχουν ήδη εισέλθει σε ύφεση. Παρά τη ρευστότητα της τάξης των τρισ. δολαρίων που διοχετεύουν οι κεντρικές τους τράπεζες τους τελευταίους μήνες, τα επίπεδα των τιμών βρίσκονται στο μηδέν και κάτω απ’ αυτό. Ο αποπληθωρισμός του πετρελαίου θα συμβάλει σημαντικά στη γενική αποπληθωριστική τάση τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Ιαπωνία. Αυτό με τη σειρά του θα οδηγήσει πιθανώς σε ακόμη περισσότερες ενέσεις ρευστότητας από τις κεντρικές τράπεζες, με τη μορφή της ποσοτικής χαλάρωσης, τροφοδοτώντας περαιτέρω τις φούσκες του χρηματιστηρίου και των ομολόγων.
Τρίτον, η πτώση των χρηματοπιστωτικών τίτλων που συνδέονται με το πετρέλαιο θα μπορούσε να αυξήσει την τάση προς παγκόσμια χρηματοπιστωτική αστάθεια. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου πιθανώς θα οδηγήσει σε εκτεταμένες χρεοκοπίες και αθετήσεις πληρωμών εκ μέρους πολλών και διαφόρων μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, πράγμα που με τη σειρά του θα προκαλέσει συμβάντα χρηματοπιστωτικής αστάθειας σε τράπεζες που έχουν οικονομικές σχέσεις μ’ αυτές τις εταιρείες. Η κατάρρευση των χρηματοπιστωτικών τίτλων που συνδέονται με το πετρέλαιο θα μπορούσε να προκαλέσει περαιτέρω “αλυσιδωτές αντιδράσεις” σε άλλες μορφές χρηματοπιστωτικών τίτλων, διασπείροντας τη χρηματοοικονομική αστάθεια και σε άλλες πιστωτικές αγορές.
Ο θετικός αντίκτυπος της πτώσης των τιμών του πετρελαίου στις οικονομίες, των ΗΠΑ συμπεριλαμβανομένων, γενικά υπερτιμάται. Η πτώση της πετρελαϊκής τιμής μπορεί να μην έχει τόσο θετικό αντίκτυπο στην καταναλωτική δαπάνη και στις επενδύσεις όσο υποθέτουν σήμερα οι ανεπτυγμένες οικονομίες. Ο καθαρός αντίκτυπος στην παγκόσμια οικονομία πιθανώς θα αποδειχθεί πιο πολύ αρνητικός παρά θετικός.
Η ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΤΙΣ ΑΝΑΔΥΟΜΕΝΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Η συνεχιζόμενη κατάρρευση των διεθνών τιμών του πετρελαίου από τον περασμένο Ιούνιο έχει ήδη προκαλέσει καταστροφικές επιπτώσεις στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς , ιδίως σε όσες απ’ αυτές εξαρτώνται από την εξαγωγή πρωτογενών προϊόντων – όπως στη Βραζιλία, τη Χιλή, την Αργεντινή και τη Νότια Αφρική, ακόμη και στην Αυστραλία και σε μερικές από τις οικονομίες της Νοτιοανατολικής Ασίας. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου έχει επηρεάσει ακόμη πιο σοβαρά εκείνες τις αναδυόμενες οικονομίες όπου οι εξαγωγές πετρελαίου αποτελούν μεγάλο μερίδιο του μείγματος των συνολικών εξαγωγών – όπως η Βενεζουέλα, η Ρωσία και η Νιγηρία.
Ο αρχικός μηχανισμός μετάδοσης μέσω του οποίου η πτώση της τιμής του πετρελαίου επηρεάζει αρνητικά τις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς είναι η μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος. Η πτώση της τιμής του πετρελαίου γενικά συνδέεται με την άνοδο της αξίας του αμερικανικού δολαρίου σε σχέση με άλλα νομίσματα. Συνεπώς, μια αύξηση του δολαρίου σημαίνει πτώση της αξίας των νομισμάτων άλλων χωρών.
Από την κατάρρευση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου, τον περασμένο Ιούνιο, το ρωσικό ρούβλι έχει πέσει περίπου 38%.Το μπολίβαρ της Βενεζουέλας περίπου 45%. Το νάιρα της Νιγηρίας 12%, μόνο από τα μέσα Οκτωβρίου μέχρι σήμερα. Επηρεάζεται ακόμη και το νόμισμα ανεπτυγμένων πετρελαιο-εξαγωγικών χωρών, π.χ. η νορβηγική κορόνα που έχει πέσει κατά 17%. Το αμερικανικό δολάριο, που είχε μείνει σταθερό επί αρκετά χρόνια, άρχισε να αυξάνεται από τον Ιούνιο, καθώς άρχιζε η ελεύθερη πτώση της τιμής του πετρελαίου τον ίδιο μήνα. Έτσι, η μειούμενες τιμές του πετρελαίου ωθούν σε αύξηση του δολαρίου και συμπιέζουν τα νομίσματα των αναδυόμενων οικονομιών και ειδικότερα των οικονομιών που εξάγουν πετρέλαιο. Όσο μεγαλύτερη εξάρτηση έχει μία οικονομία από τις εξαγωγές πετρελαίου, τόσο μεγαλύτερη είναι η πτώση του νομίσματός της.
Με άλλα λόγια, δεν είναι οι δυτικές κυρώσεις εις βάρος της Ρωσίας υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης πτώσης του ρουβλίου. Ούτε βεβαίως η εσωτερική πολιτική της Βενεζουέλας είναι αυτή που συμβάλλει στο μέγιστο βαθμό στην πτώση του βενεζουελάνικου μπολίβαρ. Είναι η κατάρρευση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου.
Όλα τα πρωτογενή προϊόντα, και όχι μόνο το πετρέλαιο, πλήττονται σε σημαντικό βαθμό όταν αρχίζει μια παρατεταμένη πτώση της τιμής του πετρελαίου. Μια μεγάλη και παρατεταμένη μείωση της τιμής του πετρελαίου γενικά συνδέεται με μείωση των πωλήσεων και των τιμών άλλων εμπορευμάτων. Ο παγκόσμιος τομέας πρωτογενών προϊόντων θα επηρεαστεί κατά πάσα πιθανότητα αρνητικά. Και αυτό έχει ήδη αρχίσει να εκδηλώνεται σε εμπορεύματα όπως ο χαλκός, ο χρυσός και άλλα βιομηχανικά μέταλλα, που η τιμή τους μειώνεται ως επακόλουθο της τρέχουσας μείωσης της τιμής του πετρελαίου. Ο Δείκτης Bloomberg των 22 βασικών πρωτογενών προϊόντων, π.χ., έπεσε πρόσφατα στο χαμηλότερο επίπεδό του από το 2009.
Ακόμη και οι αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς που δεν εξάγουν πετρέλαιο, αλλά διαφορετικά πρωτογενή προϊόντα, υπέστησαν σημαντική μείωση της αξίας των νομισμάτων τους σε σχέση με το αμερικανικό δολάριο, από τη στιγμή που άρχισαν να πέφτουν ταχύτερα οι παγκόσμιες τιμές του πετρελαίου, τον Ιούνιο. Τους τελευταίους μήνες το βραζιλιάνικο ρεάλ έχει πέσει κατά 15,5% και το αυστραλιανό δολάριο κατά 12%, παρά το ότι οι κεντρικές τους τράπεζες παρενέβησαν στις αγορές νομίσματος, προκειμένου να αποτρέψουν περαιτέρω μείωση της αξίας των νομισμάτων τους.
Η μείωση της αξίας των νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς θέτει σε κίνηση μια σειρά κρίσιμων οικονομικών εξελίξεων που προκαλούν μεγάλη επιβράδυνση της οικονομικής μεγέθυνσης, ακόμη και ύφεση.
Για παράδειγμα, οι μεγάλες μειώσεις στις αξίες των νομισμάτων οδήγησαν σε φυγή κεφαλαίου από τις αναδυόμενες οικονομίες. Τόσο οι εγχώριοι όσο και οι ξένοι επενδυτές ξεφορτώνονται αυτά τα νομίσματα, αγοράζουν δολάρια και στέλνουν τα κεφάλαιά τους έξω από τις χώρες για να αγοράσουν αμερικανικούς τίτλους – συνήθως αμερικανικά ομόλογα και μετοχές, καθώς και άλλα περιουσιακά στοιχεία που μπορεί να είναι εξίσου ελκυστικά, όπως τα ακίνητα. Στη συνέχεια, η φυγή κεφαλαίων αντανακλάται στα χρηματιστήρια τα οποία σημειώνουν πτώση και στα επιτόκια των κρατικών ομολόγων που σημειώνουν αύξηση. Επιβραδύνονται επίσης οι ροές ξένων άμεσων επενδύσεων στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς. Εξαντλείται γενικά το χρηματικό κεφάλαιο. Η πίστωση αρχίζει να σπανίζει. Η πτώση της αξίας των νομισμάτων οδηγεί επίσης σε αύξηση του κόστους των εισαγόμενων αγαθών για τους καταναλωτές και στην επακόλουθη μείωση στα πραγματικά εισοδήματα και τις δαπάνες τους. Οι εξαγωγές των επιχειρήσεων επίσης μειώνονται. Όλα τα παραπάνω μεταφράζονται σε επιβράδυνση της πραγματικής οικονομικής μεγέθυνσης , ακόμη και σε ύφεση των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς. Και όλα αυτά οφείλονται στην άνοδο του αμερικανικού δολαρίου –του παγκόσμιου εμπορικού και αποθεματικού νομίσματος– και στη μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του νομίσματος των αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς, φαινόμενο που έθεσε σε κίνηση όλη αυτή τη διαδικασία.
Για τις αναδυόμενες οικονομίες, αυτή η διαδικασία εξελισσόταν τον περασμένο χρόνο με μια μεταλλαγμένη μορφή. Η αναφορά της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας ότι στα σχέδιά της συμπεριλαμβάνεται η αύξηση των επιτοκίων το 2015 προκάλεσε την εκδήλωση ορισμένων από τις τάσεις που αναφέρονται παραπάνω. Ας σημειώσουμε ότι και μόνο ο λόγος για αύξηση των επιτοκίων είχε ως αποτέλεσμα μια διαδικασία αποσταθεροποίησης ορισμένων αναδυόμενων οικονομιών της αγοράς κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους. Κάποιες απ’ αυτές κατόρθωσαν να αντισταθμίσουν εν μέρει και προσωρινά τις επιπτώσεις μιας πιθανής αύξησης του αμερικανικού δολαρίου, τουλάχιστον προς το παρόν. Ωστόσο, εάν η αμερικανική κεντρική τράπεζα αυξήσει τα επιτόκια, ασφαλώς θα είναι πολύ μεγαλύτερες οι επιπτώσεις ως προς την υποτίμηση των νομισμάτων, τη φυγή κεφαλαίων κοκ στις αναδυόμενες οικονομίες της αγοράς.
Όμως, πριν πιθανώς συμβεί αυτή η “επιδείνωση”, η ταχεία πτώση της τιμής του πετρελαίου από τον περασμένο Ιούνιο επιφέρει σήμερα το ίδιο αποτέλεσμα με την όποια πιθανή μεταβολή της πολιτικής της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας στο άμεσο μέλλον: δηλ. προκαλεί άμεση αύξηση του δολαρίου και πτώση της αξίας των νομισμάτων των αναδυόμενων οικονομιών, δίνοντας ώθηση στις προαναφερθείσες αποσταθεροποιητικές συνέπειες για τις οικονομίες αυτές. Τούτη ακριβώς τη στιγμή, η πτώση της τιμής του πετρελαίου-άνοδος του δολαρίου επηρεάζει πρωτίστως και πιο σοβαρά τις αναδυόμενες οικονομίες που εξάγουν πετρέλαιο και άλλα πρωτογενή προϊόντα. Μπορεί σύντομα να ακολουθήσει μια ακόμη γενικότερη αρνητική επίπτωση και κατά πάσα βεβαιότητα αυτό θα γίνει κάποια στιγμή μέσα στο 2015.
Η ΔΥΝΗΤΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΠΤΩΣΗΣ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ
Στις περιπτώσεις των οικονομιών της Ευρωζώνης και της Ιαπωνίας ο μεγαλύτερος κίνδυνος από την πτώση των τιμών του πετρελαίου είναι το ότι θα ωθήσουν τα ποσοστά του πληθωρισμού που ήδη είναι μηδενικά σε επίπεδα αποπληθωριστικά. Ο μέσος πληθωρισμός της Ευρωζώνης είναι μόλις 0,2% και της Ιαπωνίας λιγότερο από 0,8%. Οι κεντρικές τράπεζες και των δύο έχουν στόχο για τον πληθωρισμό τουλάχιστον το 2%, αλλά κινούνται προς την αντίθετη κατεύθυνση , παρά τα τρισ. δολάρια (αντίστοιχα σε ευρώ και γεν) που διοχέτευσαν στις οικονομίες τους οι κεντρικές τράπεζες τα πρόσφατα χρόνια. Το γενικό επίπεδο τιμών εξακολουθεί να πέφτει.
Εάν η μείωση των τιμών του πετρελαίου ωθήσει τις οικονομίες τους σε γενικό αποπληθωρισμό, αναμφίβολα αυτό θα αποτελέσει τη δικαιολογία για τη διοχέτευση ακόμη περισσότερων τρισ. δολαρίων στις οικονομίες τους, με την απατηλή ιδέα ότι, στη σημερινή οικονομία, το περισσότερο χρήμα αυξάνει το γενικό επίπεδο των τιμών. Η ιστορία έχει δείξει ότι αυτή η ιδέα είναι ανόητη. Οι μαζικές ενέσεις ρευστότητας από την κεντρική τράπεζα καταλήγουν σε διόγκωση των χρηματοπιστωτικών τίτλων, αλλά όχι σε γενικό πληθωρισμό όσον αφορά τα αγαθά και τις υπηρεσίες της πραγματικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, οι ενέσεις ρευστότητας οδήγησαν σε χρηματοπιστωτικές φούσκες. Όμως , η πτώση της τιμής του πετρελαίου μπορεί να είναι η δικαιολογία για ακόμη μεγαλύτερες ενέσεις ρευστότητας του τύπου της “ποσοτικής χαλάρωσης” τόσο στην Ιαπωνία όσο και στην Ευρωζώνη. Εάν συμβεί αυτό θα συμβάλει ακόμη περισσότερο στις χρηματοπιστωτικές φούσκες και στην αστάθεια.
Το επιχείρημα των διαμορφωτών της πολιτικής στην Ευρωζώνη –όπως και των εξαδέλφων τους στις ΗΠΑ– είναι πως οι χαμηλότερες τιμές του πετρελαίου απελευθερώνουν εισόδημα των νοικοκυριών για άλλες δαπάνες και προσθέτουν εισόδημα στις επιχειρήσεις οι οποίες στη συνέχεια θα το επενδύσουν. Μόνο που και οι δύο αυτές υποθέσεις μπορούν να αποδειχθούν ανακριβείς. Ο αποπληθωρισμός προκαλεί αρνητική ψυχολογική επίδραση στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις, μια ψυχολογία ”αποπληθωριστικών προσδοκιών”. Η πτώση των τιμών, δηλ. ο γενικός αποπληθωρισμός τιμών, δημιουργεί στους καταναλωτές την προσδοκία περαιτέρω πτώσης και τους ωθεί να παγώνουν τις άμεσες δαπάνες. Το ίδιο συμβαίνει και με τις επενδύσεις των επιχειρήσεων. Όντας αβέβαιες για το πόσο θα μειωθούν οι τιμές των προϊόντων τους όταν θα τα βγάλουν στην αγορά κάποια στιγμή στο μέλλον, μπορεί να οδηγηθούν στην αναβολή των πρόσθετων επενδύσεων ακόμη κι αν διαθέτουν παραπανίσιο εισόδημα να επενδύσουν λόγω της πτώσης του κόστους του πετρελαίου. Με άλλα λόγια, ο αποπληθωρισμός προκαλεί παράλογες καταστάσεις. Η πτώση του γενικού επιπέδου τιμών, που καθιστά πιθανή η πτώση της τιμής του πετρελαίου, στην πραγματικότητα μπορεί να καταλήξει σε μικρότερη καταναλωτική δαπάνη και μειωμένες επενδύσεις — δεν χρησιμεύει ως κίνητρο γα κανένα από αυτά τα δύο.
Η ΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΧΡΗΜΑΤΟΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΑΣΤΑΘΕΙΑ
Το πετρέλαιο δεν είναι μόνο ένα φυσικό προϊόν που αγοράζεται, πωλείται και γίνεται αντικείμενο εμπορίου στις παγκόσμιες αγορές. Έχει γίνει επίσης ένα σημαντικό χρηματοπιστωτικό περιουσιακό στοιχείο από τότε που οι ΗΠΑ και ο υπόλοιπος κόσμος άρχισαν να φιλελευθεροποιούν το εμπόριο των προθεσμιακών συμβολαίων επί του πετρελαίου ( δηλ. τα χρηματοπιστωτικά χρεόγραφα επ’ αυτού) σε παγκόσμια κλίμακα, στα τέλη της δεκαετίας του 1990.
Καθώς η πτώση της τιμής του πετρελαίου προκαλεί πτώση της τιμής άλλων πρωτογενών εμπορευμάτων (δηλ. χαλκού, σιδηρομεταλλεύματος, χρυσού κ.λπ), η πτώση της τιμής στα χρηματοπιστωτικά χρεόγραφα που βασίζονται στο πετρέλαιο (δηλ. στα προθεσμιακά συμβόλαια επί του πετρελαίου) μπορεί να “διαχυθεί” και σε άλλους χρηματοπιστωτικούς τίτλους, προκαλώντας μια “αλυσιδωτή αντίδραση” πτώσης των τιμών.
Αυτό το φαινόμενο δεν είναι καθόλου ανόμοιο με ό,τι συνέβη στα 2006-8 με το κραχ στην αγορά στέγης. Εκείνη την εποχή, η μεγάλη συρρίκνωση του παγκόσμιου τομέα αγοράς στέγης (φυσικό περιουσιακό στοιχείο) δεν “διαχύθηκε” απλώς σε άλλους τομείς της πραγματικής οικονομίας, αλλά οδήγησε σε κραχ τα ομόλογα επί υποθηκών (δηλ. σε χρηματοπιστωτικούς τίτλους που αντιπροσώπευαν την κατασκευή οικιών και εμπορικών ακινήτων) και τα παράγωγα που βασίζονταν πάνω σ’ αυτά τα ομόλογα. Σημειώθηκε δηλαδή “διάχυση” σε άλλες μορφές χρηματοπιστωτικών τίτλων που έθεσε σε κίνηση την αλυσιδωτή αντίδραση της γενικής πτώσης των τιμών των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων.
Το ίδιο φαινόμενο “αλυσιδωτής αντίδρασης” θα μπορούσε να επαναληφθεί εάν συνεχιστεί η πτώση της τιμής του πετρελαίου σε κάτω από 60 δολ. το βαρέλι, Αυτή η πτώση θα ισοδυναμούσε με μείωση της τιμής κατά 50%, περίπου, και θα μπορούσε να προκαλέσει ένα συμβάν το οποίο θα έθετε σε κίνηση μια γενικότερη, παγκόσμια διαδικασία χρηματοπιστωτικής αστάθειας, συνδεδεμένη ίσως με την κατάρρευση της αμερικανικής αγοράς ομολόγων υψηλού κινδύνου, που έχει τροφοδοτήσει το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου στις ΗΠΑ.
ΕΙΝΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΩΝ ΗΠΑ ΕΞΑΙΡΕΣΗ;
Όπως στην Ευρώπη και στην Ιαπωνία, το “βασικό επιχείρημα” και στις ΗΠΑ είναι πως η πτώση της τιμής του πετρελαίου θα μειώσει το κόστος για καταναλωτές και επιχειρήσεις και έτσι το αποτέλεσμα θα είναι μεγαλύτερη κατανάλωση, περισσότερες επενδύσεις και οικονομική μεγέθυνση. Το αντεπιχείρημα, σε σχέση με την Ευρώπη και την Ιαπωνία, πως θα μπορούσε να προκαλέσει “αποπληθωριστικές προσδοκίες”, οδηγώντας στο αντίθετο αποτέλεσμα όσον αφορά την κατανάλωση και τις επενδύσεις, δεν έχει συνάφεια με τις ΗΠΑ. Το γενικό επίπεδο τιμών στις ΗΠΑ πέφτει επίσης, αλλά πολύ πιο αργά και εκκινώντας από ένα υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού, της τάξης περίπου του 2%.
Το πρόβλημα με το επιχείρημα της “θετικής οικονομικής μεγέθυνσης” στην περίπτωση των ΗΠΑ είναι ότι ούτε και γι’ αυτές ισχύει, εξαιτίας άλλων, ειδικών λόγων που αφορούν μόνο την αμερικανική οικονομία. Αυτοί συμπεριλαμβάνουν τα εξής:
Η εξοικονόμηση των καταναλωτών λόγω των χαμηλότερων τιμών του πετρελαίου και της βενζίνης θα απορροφηθεί από το αυξανόμενο κόστος περίθαλψης, εκπαίδευσης, ενοικίων και άλλων τέτοιων αναγκαιοτήτων που παρατηρούνται σήμερα στις ΗΠΑ.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι το ότι η αύξηση της αξίας του δολαρίου, που συνδέεται με την πτώση της τιμής του πετρελαίου και την άνοδο των αμερικανικών επιτοκίων, θα επιβραδύνει με πάσα βεβαιότητα τις αμερικανικές εξαγωγές και άρα την οικονομική μεγέθυνση.
Η οικονομική μεγέθυνση στις ΗΠΑ θα επηρεαστεί αρνητικά από την πτώση της τιμής του πετρελαίου επειδή αυτή θα προκαλέσει σταμάτημα των μεγάλων επενδύσεων και της επέκτασης της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου. Με την τιμή των 60 δολ. για κάθε βαρέλι πετρελαίου, η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου παύει να είναι ανταγωνιστική έναντι της παραδοσιακής παραγωγής τους. Συνεπώς η παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου θα μειωθεί σημαντικά, η συμβολή της στη βιομηχανική παραγωγή επίσης θα μειωθεί — και η βιομηχανική παραγωγή συμβάλλει σημαντικά στην οικονομική μεγέθυνση των ΗΠΑ.Ο κλονισμός της παραγωγής σχιστολιθικού πετρελαίου/αερίου που επέρχεται δεν θα συμβεί ομαλά. Θα έχει ως συνέπεια εκτεταμένες χρεοκοπίες επιχειρήσεων στον τομέα αυτό. Και επειδή μεγάλο μέρος των γεωτρήσεων έχει χρηματοδοτηθεί με υψηλού ρίσκου και μεγάλων αποδόσεων εταιρικά ομόλογα , θα μπορούσε να μεταφραστεί σε χρηματοπιστωτικό κραχ της αντίστοιχης αμερικανικής αγοράς ομολόγων υψηλού ρίσκου, η οποία αυτή τη στιγμή έχει υπερεπεκταθεί, οδηγώντας, στη συνέχεια, σε περιφερειακές τραπεζικές χρεοκοπίες. Με άλλα λόγια, στην παγκόσμια μείωση των τιμών του πετρελαίου μπορεί να δει κανείς το ίχνος ενός ακόμη επεισοδίου χρηματοπιστωτικής αστάθειας.
ΈΝΑ ΤΕΛΙΚΟ ΣΧΟΛΙΟ
Ο παγκόσμιος αποπληθωρισμός του πετρελαίου διέσχισε ένα επικίνδυνο κατώφλι με την συνεδρίαση του ΟΠΕΚ στη Βιέννη, στις 28 Νοεμβρίου , όπου η Σαουδική Αραβία οδήγησε στην απόφαση να μη μειωθεί η παραγωγή αργού πετρελαίου και συνεπώς να επιτραπεί η συνεχής πτώση της τιμής του.
Το ερώτημα που τίθεται αμέσως είναι, γιατί πήραν αυτή την απόφαση ο ΟΠΕΚ και οι Σαουδάραβες; Η καθαρή επιχειρηματική λογική θα υπαγόρευε τη μείωση της παραγωγής ώστε να στηριχθεί η παγκόσμια τιμή του πετρελαίου. Τι βρίσκεται πίσω απ’ αυτή την απόφαση; Πιθανώς βρίσκεται ένας συνδυασμός αρκετών παραγόντων.
Πρώτον, ο ΟΠΕΚ και οι Σαουδάραβες γνωρίζουν ότι η παγκόσμια παραγωγή σχιστολιθικού πετρελαίου και αερίου δημιουργεί υπαρξιακή απειλή για τα κέρδη τους και μάλιστα σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα. Οι Σαουδάραβες αποφάσισαν να πετάξουν έξω από την αγορά τις μικρότερες και πιο χρεωμένες εταιρείες γεώτρησης και παραγωγής. Και πίσω από τους Σαουδάραβες βρίσκονται, αναμφίβολα, οι μεγάλες αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες που έχουν την ίδια επιδίωξη.
Όμως, υπάρχουν κι άλλες πλευρές σ’ αυτή την υπόθεση. Η Σαουδική Αραβία και οι νεοσυντηρητικοί φίλοι της στις ΗΠΑ στοχεύουν τη Ρωσία και το Ιράν μ’ αυτή τη νέα πολιτική που οδηγεί στην πτώση της τιμής του πετρελαίου. Οι επιπτώσεις της ήδη επηρεάζουν σοβαρά την οικονομία της Ρωσίας και του Ιράν. Με άλλα λόγια, αυτή η πολιτική που προωθεί την πτώση της τιμής του πετρελαίου εκφράζει σημαντικά πολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ, που θέλουν να δημιουργήσουν μεγάλη αναταραχή στην οικονομία της Ρωσίας και του Ιράν για παγκόσμιους πολιτικούς λόγους. Δεν θα είναι η πρώτη φορά που το πετρέλαιο χρησιμοποιείται ως πολιτικό όπλο, ούτε και η τελευταία.
* Πηγή: Περιοδικό «Counterpunch» (8/12/2014) και www.sxedio-b.gr. Μετάφραση: Αρ. Αλαβάνου.
* O Jack Rasmus είναι συγγραφέας πολιτικών και οικονομικών δοκιμίων.