Σε αιματοχυσία χωρίς τέλος και άμεση αποσταθεροποίηση μιας περιοχής που εκτείνεται από το Λίβανο μέχρι τα ιρανικά σύνορα οδηγεί η αμερικανική παρέμβαση στις συνεχιζόμενες συγκρούσεις στο Ιράκ και τη Συρία. Καθώς η προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης ήταν στραμμένη το τελευταίο διάστημα στις μάχες εναντίον του Ισλαμικού κράτους (ISIS) και ιδιαίτερα στην ηρωική αντίσταση των Κούρδων μαχητών στο Κομπάνι, ένα νέο φάντασμα έκανε την εμφάνισή του στο Ιράκ. Σιιτικές ομάδες ενόπλων, που δρουν υπό την απόλυτη κάλυψη της ιρακινής κυβέρνησης και των ΗΠΑ, σπέρνουν τον τρόμο σε γειτονιές της Βαγδάτης και άλλες ιρακινές πόλεις.
Σε έκθεσή της η Διεθνής Αμνηστία κάνει λόγο για εκτεταμένες εκτελέσεις, βασανιστήρια, απαγωγές και συλλήψεις σουνιτών, οι οποίες σε αρκετές περιπτώσεις δεν διαφέρουν σε τίποτα από την πρακτική του Ισλαμικού κράτους. Το Ιράκ γνωρίζει έτσι τις χειρότερες ημέρες εσωτερικών συγκρούσεων από την περίοδο 2006-2007, όταν κορυφώθηκε ο εμφύλιος σπαραγμός σουνιτών και σιιτών. Πρόκειται για μια πολιτική πραγματικής εθνοκάθαρσης αφού οι σιίτες παραστρατιωτικοί αφανίζουν ολόκληρα χωριά σουντιών εκτοπίζοντας δεκάδες χιλιάδες κατοίκους τους.
Πρακτικά οι συγκεκριμένες δυνάμεις καλύπτουν ένα τμήμα από το κενό που άφησε πίσω του ο ιρακινός στρατός μετά την άτακτη υποχώρησή του απέναντι στους τζιχαντιστές και αποτελούν τη μοναδική ιρακινή δύναμη που καταφέρνει ισχυρά χτυπήματα στον ISIS. Με την κάλυψη που τους παρέχουν όμως, η Ουάσινγκτον και η Βαγδάτη δημιουργούν ένα ακόμη «τέρας» ενώ στέλνουν ένα σημαντικό τμήμα του σουνιτικού πληθυσμού στην αγκαλιά των τζιχαντιστών. Η βαρβαρότητα των σιτικών ταγμάτων επιτρέπει στο κράτος του Ισλάμ να στρατολογεί συνεχώς νέους μαχητές αλλά και να ελέγχει σημαντικές σουνιτικές πόλεις χωρίς ισχυρές αντιδράσεις από τον τοπικό πληθυσμό.
Εν τω μεταξύ η κατάσταση στο Κομπάνι και τις γύρω περιοχές παραμένει κρίσιμη παρά το γεγονός ότι οι κουρδικές δυνάμεις κατάφεραν τα τελευταία 24ωρα σημαντικό πλήγμα στους τζιχαντιστές. Εκμεταλλευόμενοι και τις από αέρος επιχειρήσεις του αμερικανικού Πενταγώνου, οι Κούρδοι έχουν ανατρέψει προς το παρόν τις εναντίον τους ισορροπίες. Οι δυνάμεις του ISIS αναγκάστηκαν να απομακρυνθούν έως και κατά 10 χιλιόμετρα από την πόλη αλλά άφησαν πίσω τους αρκετούς βομβιστές αυτοκτονίας, που δεν επιτρέπουν στους Κούρδους αντάρτες να ανακαταλάβουν άμεσα ορισμένες περιοχές της πόλης.
Από τις στάχτες του πολέμου όμως δημιουργούνται και νέες ισορροπίες και ευκαιρίες για την ανάδειξη των μαχητών του PKK. Όπως μετέδιδαν απεσταλμένοι του Αλ Τζαζίρα, σε αρκετές περιοχές του Βόρειου Ιράκ ο πληθυσμός υποδέχεται με τιμές ηρώων τις ομάδες του PKK που απελευθέρωσαν ολόκληρες πόλεις από τον ISIS ενώ δεκάδες Κούρδοι προτιμούν πλέον να καταταγούν στην οργάνωση που ίδρυσε ο Αμπντουλάχ Οτζαλάν και όχι στις τοπικές δυνάμεις των Πεσμεγκρά.
Η νέα κατάσταση εξοργίζει τις ηγεσίες των Κούρδων του Βορείου Ιράκ, που τις τελευταίες δεκαετίες άλλοτε προσδένονταν στο άρμα της Τουρκίας και άλλοτε λειτουργούσαν σαν εντολοδόχοι της CIA. Έχοντας ένα άμεσο μέτρο σύγκρισης με τους πραγματικούς μαχητές της ελευθερίας οι ντόπιοι οπλαρχηγοί έχουν κάθε λόγο να φοβούνται ότι η επιρροή του PKK στον τοπικό πληθυσμό απειλεί άμεσα την πολιτική τους εξουσίας. Η υπόθεση όμως έχει και οικονομικές πτυχές αφού η Γερμανία και η Τουρκία, που αποτελούν τους δυο σημαντικότερους εμπορικούς εταίρους του de facto ανεξάρτητου κράτους του βορείου Ιράκ, ασκούν τρομακτικές πιέσεις για τη διακοπή κάθε συνεργασίας με το PKK. Το Βερολίνο έχει ξεκαθαρίσει ότι θα διακόψει κάθε αποστολή οπλισμού εάν υπάρχουν υπόνοιες ότι ορισμένα από τα όπλα καταλήγουν σε αντάρτες του PKK ενώ η Τουρκία, που δραστηριοποιείται με 1.200 επιχειρήσεις στην περιοχή, απειλεί με οικονομικό στραγγαλισμό όποιον συνομιλεί με την ηγεσία του κόμματος.
Ρόλο βασικού καταλύτη σε κάθε εξέλιξη παίζει το αμερικανικό Πεντάγωνο το οποίο ακολουθεί μια φαινομενικά αλλοπρόσαλλή πολιτική. Στο μέτωπο της βόρειας Συρίας συντάσσεται σιωπηλά και πρόσκαιρα με τις κουρδικές ομάδες λαϊκής αυτοάμυνας (YPG), που αποτελούν το στρατιωτικό σκέλος του αριστερού κουρδικού κόμματος της βόρειας Συρίας (PYD). Η καιροσκοπική στήριξη στους Κούρδους της Συρίας ενισχύει τις τριβές της Ουάσιγκτον με την Τουρκία. Όπως έχουμε εξηγήσει όμως οι δυο χώρες έχουν κυρίως διαφορές τακτικής και όχι στρατηγικής αφού και οι δυο μάχονται για την ανατροπή του Ασαντ και το τσάκισμα κάθε προσπάθειας κοινωνικής αλλαγής που επιδιώκουν οι δυνάμεις των Κούρδων ανταρτών. Γι’ αυτό άλλωστε οι ΗΠΑ δεν αντέδρασαν στις αεροπορικές επιδρομές που πραγματοποίησε η Τουρκία εναντίον θέσεων του PKK για πρώτη φορά εδώ και τουλάχιστον δύο χρόνια.
Στο μέτωπο της Συρίας η Ουάσιγκτον επιτρέπει στη Σαουδική Αραβία να συνεχίζει να εξοπλίζει ομάδες ακραίων ισλαμιστών (από τις οποίες προέκυψε και ο ISIS) ενώ στο Ιράκ στηρίζει τα σιιτικά τάγματα θανάτου ως αντιστάθμισμα στους σουνίτες τζιχαντιστές που το ίδιο εξόπλιζε μέχρι πριν από μερικά χρόνια. Πρόκειται για μια πολιτική ιδιαίτερα υψηλού ρίσκου, η οποία όμως σε βάθος χρόνου επιτρέπει στην αμερικανική κυβέρνηση να ενισχύει την στρατιωτική παρουσία της στην περιοχή και να περιορίζει την ισχύ γεωπολιτικών αντιπάλων της όπως η Ρωσία και το Ιράν. Οι Αμερικανοί επιτελείς αποδυκνείουν ότι είναι έτοιμοι να στηρίξουν κάθε μορφή εθνοκάθαρσης και γενοκτονίας που θα διασφαλίσει την κυριαρχία τους στην περιοχή.
Μέσα σε αυτό το χαοτικό σκηνικό όμως η αντίσταση των Κούρδων της βόρειας Συρίας και του ΡΚΚ – όποια και αν τελικά η έκβαση της μάχης για το Κομπάνι –στέλνουν ένα μήνυμα ελπίδας ότι ένα ένοπλο κίνημα που καταφέρνει να συγκινήσει με τον ηρωισμό του τον τοπικό πληθυσμό μπορεί να αναχαιτίσει ακόμη και τις μεγαλύτερες αυτοκρατορίες.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 19/10/2014