«Σήμερα αποφεύχθηκε η καταστροφή. Πρέπει να ευχαριστήσουμε, γι’ αυτό εκατομμύρια ανθρώπους που ψήφισαν ενάντια στα πιο βαθιά πιστεύω τους». Οι πρώτες δηλώσεις του επικεφαλής του Αριστερού Μετώπου, Ζαν Λικ Μελανσόν, είχαν ως στόχο να εκφράσουν την ανακούφιση που αισθάνθηκε ολόκληρη η Ευρώπη από το γεγονός ότι το νεοφασιστικό κόμμα της Μαρίν Λεπέν δεν κέρδισε ούτε μια περιφέρεια στο δεύτερο γύρο των τοπικών εκλογών της περασμένης Κυριακής. Στην πραγματικότητα περιέγραφαν, με σχεδόν σουρεαλιστικό τρόπο, τη βαθιά σήψη στην οποία έχει περιέλθει η λεγόμενη πέμπτη γαλλική δημοκρατία.
Ο Μελανσόν αναφερόταν στους ψηφοφόρους του σοσιαλιστικού κόμματος αλλά και πιο προοδευτικών δυνάμεων, που αναγκάστηκαν να ψηφίσουν το ρεπουμπλικανικό κόμμα του Σαρκοζί προκειμένου να αποφευχθεί ένας εκλογικός θρίαμβος της Λεπέν. Η συσπείρωση της τελευταίας στιγμής, ειδικά στις περιοχές όπου το σοσιαλιστικό κόμμα ήρθε τρίτο και δεν συμμετείχε στη μάχη, πέτυχε τον τακτικό της στόχο αλλά έδειξε και τα όρια της αστικής δημοκρατίας στη Γαλλία: Από το 58% των ψηφοφόρων που προσήλθαν στις κάλπες (ποσοστό αυξημένο κατά 8% σε σχέση με τον πρώτο γύρο) ένα τεράστιο τμήμα ψήφισε ενάντια στα πιστεύω του για να ανακόψει ένα κόμμα το οποίο τελικά συγκέντρωσε ορισμένα από τα υψηλότερα ποσοστά της ιστορίας του. Το Εθνικό Μέτωπο τριπλασίασε τους εκπροσώπους του στα τοπικά συμβούλια λαμβάνοντας 6.8 εκατομμύρια ψήφους (27%), δηλαδή μόλις 5% λιγότερο από το κυβερνών Σοσιαλιστικό Κόμμα.
Αν προσθέσει κανείς σε αυτή την εικόνα το γεγονός ότι οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε καθεστώς στρατιωτικού νόμου, με πρωτοφανή περιορισμό των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών καταλαβαίνει ότι η έννοια της δημοκρατίας είναι ελαφρώς σχετική. Ήδη οι σοσιαλιστές εξετάζουν συνταγματικές μεταρρυθμίσεις για να μονιμοποιήσουν αρκετά από τα μέτρα έκτακτης ανάγκης που ισχύουν σήμερα – μεταξύ αυτών τους ελέγχους σε σπίτια χωρίς δικαστική εντολή και την επιβολή κατ’οίκον περιορισμού σε υπόπτους χωρίς να έχει προηγηθεί δίκη.
Σαν καύσιμη ύλη για τις πολιτικές φιλοδοξίες της άκρας δεξιάς λειτουργεί και ο νέος μιλιταρισμός που προωθεί το σοσιαλιστικό κόμμα με τις στρατιωτικές επιχειρήσεις στη Συρία και την ενίσχυση των στρατιωτικών του δυνάμεων σε περιοχές της Αφρικής, που κάποτε κυμάτιζε η αποικιακή τρικολόρ. Το γεγονός μάλιστα ότι οι νέες περιπέτειες των σοσιαλιστών αποκτούν και χαρακτηριστικά μιας σύγχρονης «σταυροφορίας» εναντίον των Μουσουλμάνων τόσο στη Μέση Ανατολή όσο και στα γκέτο της γαλλικής πρωτεύουσας, αποτελεί θείο δώρο για το νεοφασιστικό κόμμα της Λεπέν.
Σε τελική ανάλυση το αποτέλεσμα των εκλογών είναι τόσο «ανακουφιστικό» για την Ευρώπη όσο και οι εκλογές του Μαΐου στη Βρετανία, όπου ο ακροδεξιός Νάιτζελ Φάρατζ απέσπασε ένα σαρωτικό 12% με 2.5 εκ ψήφους και τη δεύτερη θέση σε τουλάχιστον 90 εκλογικές περιφέρειες, αλλά δεν κέρδισε ούτε μια από τις έδρες που επιθυμούσε λόγο ενός άδικου και παράλογου εκλογικού νόμου. Το συμπέρασμα και από τις δυο αναμετρήσεις είναι ότι η ευρωσκεπτικιστική άκρα δεξιά καλπάζει στην Ευρώπη, εκφράζοντας την αγανάκτηση μεγάλων τμημάτων του πληθυσμού για τη λιτότητα και καλύπτοντας τα κενά της ριζοσπαστικής και επαναστατικής αριστεράς. Και αντί να σημάνει συναγερμός σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της ηπείρου, οι εναπομείνασες δημοκρατικά δυνάμεις πανηγυρίζουν γιατί οι απόγονοι του καθεστώτος Βισί ή του βρετανού φασίστα Μόσλεϊ, υπο-εκπρωσοπούνται στα κοινοβούλια, χάρη σε ένα συνδυασμό εκλογικών αλχημειών και ανίερων ιδεολογικών συμμαχιών.
Ομολογουμένως η αποτυχία του Εθνικού Μετώπου να καταλάβει έστω και μια περιφέρεια στο δεύτερο γύρο των εκλογών προκάλεσε μια μικρή «γκρίνια» στο εσωτερικό του κόμματος. Η κριτική όμως περιορίστηκε σύντομα σε θέματα επικοινωνιακής τακτικής με σημαντικότερο ζήτημα το αν το κόμμα θα πρέπει να αλλάξει το όνομά του, προκειμένου να απογαλακτιστεί από τον πατριάρχη της φασίζουσας δεξιάς, Ζαν Μαρί Λεπέν.
Τέτοιου είδους προβλήματα φαντάζουν ασήμαντα σε σχέση με τα υπαρξιακά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι σοσιαλιστές, οι οποίοι είδαν τα ποσοστά τους να μειώνονται κατά 16% σε σχέση με τις τελευταίες προεδρικές εκλογές. Τα πράγματα δεν είναι όμως καλύτερα ούτε στο μέτωπο του Νικολά Σαρκοζί ο οποίος καταλαβαίνει ότι μόνο αν υφαρπάζει κάθε φορά τη ψήφο των σοσιαλιστών θα έχει κάποια ελπίδα να αντιμετωπίζει τη δύναμη της άκρας δεξιάς.
Ίσως η πιο σημαντική νίκη της Λεπέν έγκειται στο γεγονός ότι κατάφερε να επιβάλλει την ατζέντα της στο σύνολο του πολιτικού κατεστημένου και των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης. Ο βαθιά ρατσιστικός, τρομολαγνικός λόγος, ο οποίος όμως στηρίζει τη νεοφιλελεύθερη πολιτική και ασκεί κριτική στην Ευρωπαϊκή Ένωση μόνο από ένα ακραία εθνικιστικό μετερίζι, κυριάρχησε στην προεκλογική εκστρατεία. Η βαρυτική έλξη που ασκούσε η μαύρη τρύπα της γαλλικής ακροδεξιάς ώθησε σοσιαλιστές και ρεπουμπλικάνους σε έναν αγώνα δρόμου για το ποιος θα εκφράσει την πιο αντιδραστική ατζέντα.
Το γαλλικό πολιτικό κατεστημένο έφτασε στα όρια των δυνατοτήτων του για να αναχαιτίσει την εκρηκτική εκλογική άνοδο του νεοφασισμού. Θα τα καταφέρει αραγέ και στις επόμενες προεδρικές εκλογές; Και αν ναι πόσο διαφορετικό θα είναι πλέον από την εικόνα του τέρατος που υποτίθεται ότι επιχειρεί να αντιμετωπίσει;
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα Πριν 20/12/2015