«Τα πράγματα στο Λίβανο δεν είναι ποτέ όπως φαίνονται» τιτλοφορούσε την πρώτη του ανταπόκριση από το Λίβανο ο δημοσιογράφος του βρετανικού Ιντιπέντεντ, Ρόμπερτ Φισκ ύστερα από τη δολοφονία του υπουργού Πιέρ Τζεμαγιέλ.
Δεν χρειαζόταν να διαβάσεις περισσότερο για να καταλάβεις τι ήθελε να πει ο κορυφαίος πολεμικός ανταποκριτής και αναλυτής της εποχής μας. Ο Δυτικός Τύπος είχε βιαστεί για μια ακόμη φορά να αποδώσει την ευθύνη για τη δολοφονία σε πράκτορες της Δαμασκού και κατ’επέκταση της Τεχεράνης αλλά και της σιιτικής οργάνωσης Χεζμπολάχ.
Ομολογουμένως τα πρώτα στοιχεία συνηγορούσαν για αυτό το απλοϊκό συμπέρασμα: Ο Τζεμαγιέλ ήταν ένας ακόμη αντισύρος πολιτικός όπως και όλοι οι πολιτικοί και δημοσιογράφοι που δολοφονήθηκαν τα τελευταία χρόνια. Ορισμένοι από τους καλύτερους φίλους του ευθύνονται για τα φρικιαστικά εγκλήματα που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου. Ήταν μάλιστα όλοι τους παρόντες στην κηδεία – θλιβερή υπενθύμιση του πόσο εύκολα θα μπορούσε ο Λίβανος να βυθιστεί ανά πάσα στιγμή σε έναν ακόμη ανθρωποβόρο εμφύλιο.
Επίσης το όνομα του Πιέρ Τζεμαγιέλ είχε και συμβολική σημασία. Ο παππούς του επίσης, Πιέρ ήταν o άνθρωπος που αφού θαύμασε τη ναζιστική νεολαία κατά τη διάρκεια των ολυμπιακών αγώνων του 1936 επέστρεψε στο Λίβανο για να δημιουργήσει τις διαβόητες δυνάμεις των φαλαγγιτών – ένας ναζιστικός πυρήνας στην καρδιά της Μέσης Ανατολής.
Αρκούν όμως όλα αυτά τα χαρακτηριστικά που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο του Τζεμαγιάλ να δικαιολογήσουν τη δολοφονία του; Και κυρίως αρκούν τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας (δηλαδή μόνο το γεγονός ότι δήλωνε αντισύρος) για να στρέψουμε το δάχτυλο προς τη Δαμασκό.
Ο Ρόμπερτ Φισκ το αμφισβητεί. Και πρέπει να το αμφισβητήσει κάθε λογικός παρατηρητής που γνωρίζει τις εξελίξεις των τελευταίων μηνών.
Η δολοφονική επίθεση συμπίπτει με την πολιτική κρίση που προκάλεσε στο Λίβανο η παραίτηση και των έξι υπουργών της Χεζμπολάχ που συμμετείχαν στη κυβέρνηση συνασπισμού. Καταγγέλοντας ότι ο πρωθυπουργός Σινιόρε λειτουργεί ως υπάλληλος της αμερικανικής πρεσβείας στη Βηρυττό, η Χεζμπολάχ άφησε τον κυβερνητικό συνασπισμό στα όρια της ολοκληρωτικής κατάρευσης. Όπως ήταν λογικό η σιιτική οργάνωση ασφυκτιούσε μέσα στο εχθρικό περιβάλλον της κυβέρνησης. Το σημερινό σύνταγμα, που επέβαλλαν στη χώρα οι γάλλοι αποικιοκράτες, και το οποίο θέτει όρια στην εκπορσώπηση κάθε θρησκευτικής ομάδας (παραβιάζει δηλαδή την αρχή ένας πολίτης μια ψήφος) είχε ως αποτέλεσμα η κοινοβουλευτική δύναμη της Χεζμπολάχ να μην ανταποκρίνεται στην πραγματική δύναμη της οργάνωσης. Και αυτό μάλιστα τη στιγμή που η Χεζμπολάχ απολαμβάνει την εκτίμηση για το θρίαμβό της απέναντι στο Ισραήλ όχι μόνο μεταξύ των μουσουλμάνων αλλά και ευρύτερων τμημάτων του πληθυσμού. Παρά την αποχώρησή της λοιπόν η οργάνωση βρίσκεται σε θέση ισχύος και δεν θα είχε απολύτω κανέναν λόγο να στιγματιστεί με τη δολοφονία ενός ασήμαντου αντιπάλου της.
Θα πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η δολοφονία πραγματοποιήθηκε ενώ αναμενόταν η σύσταση ειδικού δικαστηρίου για τη δολοφονία του πρώην πρωθυπουργού Ραφίκ Χαρίρι. Το δικαστήριο θα στηριζόταν σε μια αστεία και εντελώς ατεκμηρίωτη έκθεση του ΟΗΕ η οποία χωρίς να παρουσιάζει κανένα ουσιαστικό στοιχείο κατηγορεί πράκτορες της Συρίας. Αν και κανένας δεν μπορεί να δώσει συγχωροχάρτι σε αυτό το τόσο βρώμικο τμήμα του μηαχνισμού που είχε στήσει η δαμασκός μέσα στο Λίβανο, είναι προφανές ότι η δίκη έχει καθαρά πολιτικά χαρακτηριστικά και δεν ενδιαφέρεται για τον εντοπισμό των πραγματικών ενόχων. Η νέα δολοφονία του ήταν το μόνο στοιχείο που θα μπορούσε να ενισχύσει το διάτρητο κατηγορητήριο στα μάτια της διεθνούς κοινής γνώμης. Και σε αυτή την περίπτωση όμως η Χεζμπολάχ και όλοι οι συνεργάτες της δαμασκού, είναι οι τελευταίοι που θα είχαν οποιοδήποτε συμφέρον από αυτή την εξέλιξη.
Κανένα ώφελος από τη δολοφονία δεν έχει όμως και η ίδια η Συρία. Η δολοφονία του συνέπεσε με την έναρξη διπλωματικών σχέσεων μεταξύ της Δαμασκού και της αμερικανόδουλης κυβέρνησης στη Βαγδάτη. Καθώς Ουάσινγκτον και Λονδίνο συνειδητοποιούν ότι χρειάζονται προς στιγμήν τη βοήθεια (ή έστω την ανοχή) της Συρίας και του Ιράν για να διαχειριστούν την κρίση στο Ιράκ, οι σχέεις με τη Δαμασκό δεν πρέπει να επιδεινωθούν. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι ο πρεσβευτής των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, Μπόλτον, απέφυγε να αναφερθεί σε ενδεχόμενη εμπλοκή της Δαμασκού. Σε διαφορετική περίπτωση αυτός ο ανεκδιήγητος εκφραστής της αμερικανικής ρεάλπολιτίκ θα ήταν ο πρώτος που θα ζητούσε την κεφαλή της Δαμασκού επί πίνακι.
Δεδομένου λοιπόν ότι και η Συρία δεν έχει επί του παρόντος κανένα λόγο να αναταράξει τις εύθραυστες ισσοροπίες με μια δολοφονία οι ευθύνες θα έπρεπε να αναζητηθούν σε αυτούς που πραγματικά θα ήθελαν να δούν το Λίβανο να βυθίζεται στον εμφύλιο σπαραγμό. Ο ιρανικός Τύπος όπως ήταν αναμενώμενο κατηγόρησε το ισραήλ. Το γεγονός ότι ο ιρανικός τύπος κατηγορεί το Τελ Αβίβ ακόμη και για την κακοκαιρία φαίνεται να στερεί από το επιχείρημα την εγκυρότητά του. Κι όμως είναι η μόνη λογική πρόταση που ακούστηκε τις τελευταίες ημέρες,
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΝΙ, Νοέμβριος 2006