«Όταν κάποιος αποκαλύπτει ότι αξιωματούχοι μιας κυβέρνησης παραβιάζουν το νόμο, εσκεμμένα και κατ’ εξακολούθηση, αυτό το άτομο δεν μπορεί να αντιμετωπίζει ποινή ισόβιας κάθειρξης από την ίδια κυβέρνηση».
Το κεντρικό σχόλιο των Νιου Γιορκ Τάιμς θα μπορούσε να αποτελεί ένδειξης σημαντικής στροφής στην πολιτική της συγκεκριμένης εφημερίδας, και κατ’ επέκταση ενός μεγάλου τμήματος των πολιτικών και οικονομικών ελίτ που αυτή εκπροσωπεί, απέναντι στον Έντουαρντ Σνόουντεν – τον άνθρωπο ο οποίος με κίνδυνο της ζωής του αποκάλυψε το γιγαντιαίο δίκτυο ηλεκτρονικών παρακολουθήσεων των ΗΠΑ.
Αν λάβει όμως κανείς υπόψη του ότι η συγκεκριμένη εφημερίδα έφερε στους ώμους της το μεγαλύτερο βάρος της επιχείρησης κατασυκοφάντησης του Σνόουντεν, για λογαριασμό του Λευκού Οίκου, καταλαβαίνει ότι πρέπει να αναζητήσει αλλού τα πραγματικά αίτια αυτής της αιφνίδιας αλλαγής. Οι Νιου Γιορκ Τάιμς είχαν ρίξει στη μάχη τους μεγαλύτερους αρθρογράφους τους, όπως τον Τόμας Φρίντμαν, για να πείσουν την αμερικανική και την παγκόσμια κοινή γνώμη ότι ο Σνόουντεν είναι ένας προδότης που απειλεί την ίδια την ύπαρξη του αμερικανικού κράτους, όπως αυτό δημιουργήθηκε από τους λεγόμενους «πατέρες του έθνους», αλλά και την παγκόσμια ειρήνη. Τι συνέβη λοιπόν και τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης αλλάζουν ξαφνικά στάση;
Καταρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πολυσυζητημένο σχόλιο των Νιου Γιορκ Τάιμς δεν ζητά σε καμία περίπτωση αθώωση του Σνόουντεν αλλά ούτε καν την διακοπή των παρακολουθήσεων από τις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες. Στην καλύτερη περίπτωση επιχειρεί να ρυθμίσει το ρόλο που θα παίζει το αμερικανικό «βαθύ κράτος» στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας – αίτημα που έχουν καταθέσει με διάφορους τρόπους και μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις του διαδικτύου.
Η αλλαγή στάσης των Νιου Γιορκ Τάιμς, όμως, εκφράζει κυρίως το συνεχώς διευρυνόμενο χάσμα απέναντι στην αμερικανική κυβέρνηση και την πλειονότητα του αμερικανικού πληθυσμού, που συνειδητοποιεί έστω και με καθυστέρηση ότι ζει σε ένα από τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα που γνώρισε η ανθρωπότητα τους τελευταίους αιώνες. Η δυνατότητα που έχει η κυβέρνηση Ομπάμα να καταστρατηγεί και το τελευταίο άρθρο του αμερικανικού συντάγματος για να παρακολουθεί και τις πιο προσωπικές στιγμές των πολιτών δεν έχει προηγούμενο στην αμερικανική και την παγκόσμια ιστορία.
Η στροφή της ναυαρχίδας του αμερικανικού Τύπου δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια στρατηγική προσπάθεια περιορισμού των ζημιών που έχει υποστεί ο Ομπάμα και μαζί του ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός. Γνωρίζοντας ότι ο Σνόουντεν έχει ακόμη πολλά στοιχεία στη διάθεσή του, το αμερικανικό κατεστημένο φαίνεται διατεθειμένο να ρίξει λίγο τους τονους πιστεύοντας ότι έτσι θα μπορέσει να κλείσει μια ώρα αρχύτερα την υπόθεση. Παράλληλα στήνει μια νέα παγίδα στον Σνόουντεν για να τον απομακρύνει από τα χέρια της Ρωσίας όπου έχει βρεί καταφύγιο.
Το βασικό πρόβλημα πάντως είναι ότι αυτός ο μηχανισμός αυτο-επούλωσης των πληγών ενεργοποιήθηκε τελικά από το ίδιο το αμερικανικό κατεστημένο και όχι κάτω από την πίεση ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ή του οργανωμένου λαϊκού κινήματος. Η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, που συγκαταλέγονται στα βασικότερα θύματα των αμερικανικών προγραμμάτων ηλεκτρονικής κατασκοπείας, αντέδρασαν σαν αποικίες μιας αυτοκρατορίας και όχι σαν ανεξάρτητα κράτη, που δέχονται ηλεκτρονική επίθεση από το εξωτερικό. Όταν η Άγκελα Μέρκελ, μαθαίνει ότι παρακολουθούν το κινητό της τηλέφωνο και αρκείται σε μερικές τυπικές παραινέσεις προς τις ΗΠΑ να… μην το ξανακάνουν, εύκολα καταλαβαίνει κανείς το μέγεθος της υποτέλειας απέναντι στο Λευκό Οίκο.
Όπως σημείωναν όμως πρόσφατα αρθρογράφοι του βρετανικού Γκάρντιαν η υπόθεση αποτέλεσε και μια αποτυχία της Αριστεράς να μετατρέψει τον Σνόουντεν σε σημαία στη μάχη απέναντι στη δημιουργία ενός πανίσχυρου αστυνομικού κράτους. Πατώντας σε αυτή τη σωστή παρατήρηση αρκετοί φιλελεύθεροι αναλυτές επιχειρούν τώρα να παρουσιάσουν την εικόνα ενός κράτους Λεβιάθαν, το οποίο θα πρέπει να περιοριστεί προς όφελος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αποφεύγουν έτσι να παραδεχθούν ότι αυτό το απολυταρχικό δημιούργημα, που μπορεί να συγκριθεί μόνο με τις χειρότερες στιγμές της ανατολικογερμανικής Στάζι και των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών, γιγαντώθηκε στα χρόνια του νεοφιλελευθερισμού. Άλλωστε ορισμένες από τις σημαντικότερες αποκαλύψεις του Σνόουντεν αφορούν τη διαπλοκή των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών με ιδιωτικές εταιρείες, οι οποίες υπήρξαν και ο μεγαλύτερος ωφελημένος από τις παρακολουθήσεις πολιτών και τη βιομηχανική κατασκοπεία που πραγματοποιεί η αμερικανική κυβέρνηση.
Την ίδια ώρα οι τελευταίες αποκαλύψεις του Σνόουντεν επιβεβαιώνουν τους χειρότερους φόβους ορισμένων ότι η NSA έχει περάσει εδώ και καιρό από το επίπεδο της συλλογής και ανάλυσης πληροφοριών σε διαδικασίες δολιοφθοράς υπολογιστικών συστημάτων που μπορεί να ανήκουν σε ξένες εταιρείες ή ακόμη και ολόκληρες κυβερνήσεις. Τις επιθέσεις είναι σε θέση να πραγματοποιούν οι λεγόμενοι «χάκερ» της NSA οι οποίοι υπάγονται στην ομάδα ειδικών αποστολών ΤΑΟ. Ουσιαστικά πρόκειται για τη μεταφορά στο χώρο του διαδικτύου των ομάδων ανορθόδοξου πολέμου των ενόπλων δυνάμεων οι οποίες έχουν ως αποστολή να καταστρέφουν στόχους αντιπάλων χωρίς να αφήνουν ίχνη.
Τα μέλη των ομάδων ΤΑΟ, που λειτουργούν σε διάφορα γραφεία της NSA στις ΗΠΑ, αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς τα τελευταία χρόνια. Μόνο στο Τέξας, όπου κατοικοεδρεύουν οι χάκερ της NSA που ασχολούνται με κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, ο αριθμός του έχει σχεδόν πενταπλασιαστεί τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με έγγραφα που έφτασαν στα χέρια δημοσιογράφων του γερμανικού περιοδικού Spiegel, η ΤΑΟ πραγματοποίησε 279 επιχειρήσεις μόνο το 2010 ενώ στα πέντε προηγούμενα χρόνια είχε αποκτήσει πρόσβαση σε 258 ‘’στόχους’’ σε 89 χώρες.
Τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί επικίνδυνα οι επιθέσεις μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών σε κυβερνητικές και στρατιωτικές εγκαταστάσεις ξένων χωρών, οι οποίες σύμφωνα με ειδικούς δεν θα μπορούσαν να έχουν πραγματοποιηθεί από απλούς χρήστες του Ίντερνετ αλλά απαιτούν υποδομές τις οποίες διαθέτουν μόνο μυστικές υπηρεσίες και ένοπλες δυνάμεις τεχνολογικά ανεπτυγμένων χωρών. Ο περίφημος ιό Stuxnet, που κατέστρεψε σημαντικό τμήμα του ιρανικού πυρηνικού προγράμματος και ιός Flame, ο οποίος κατασκευάστηκε για να παρακολουθεί υψηλόβαθμους Ιρανούς αξιωματούχους, έχουν τη σφραγίδα κυβερνητικών παρεμβάσεων – αν και κανένας δεν έχει αναλάβει επισήμως την ευθύνη της κυβερνοεπίθεσης.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 12/1/2013