Δημήτρης Μπελαντής
Πηγή:Rproject
Χρειάζεται να μορφοποιήσουμε κοινωνικά και πολιτικά το μέτωπο του λαϊκού ΟΧΙ μέχρι το τέλος, το μέτωπο της κοινωνικής και πολιτικής ρήξης.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΥΡΙΑ
Μετά την τραγική νίκη του ναζισμού στην Γερμανία το Γενάρη του ’33, ο Λέον Τρότσκι σε μια από τις πολλές εύστοχες παρεμβάσεις του για τη Γερμανία εκείνη την περίοδο είχε προβλέψει ότι ”το εργατικό κίνημα θα αναγεννηθεί κάποια στιγμή μέσα από τις στάχτες του στη Γερμανία αλλά, όμως, το σταλινικό ΚΚ Γερμανίας λόγω της καταστροφικής στρατηγικής του δεν θα ξανασηκώσει κεφάλι ποτέ”. Αυτή η εκτίμησή του δικαιώθηκε, υπό την έννοια ότι ακόμη και η σύσταση της Λαοκρατικής Δημοκρατίας της Γερμανίας δεν ήταν αποτέλεσμα της ενδογενούς δράσης του γερμανικού εργατικού κινήματος αλλά της έλευσης του Κόκκινου Στρατού. Όμοια προς την περίοδο εκείνη και κατ’ αναλογίαν των συνθηκών, μπορούμε να εκτιμήσουμε ότι μετά το Βατερλώ της ελληνικής Αριστεράς με τη συμφωνία της 12/7 θα ξαναϋπάρξει μια μαχητική κομμουνιστική Αριστερά και μια ανάταση του εργατικού κινήματος, αλλά η Αριστερά της ήττας και της υποταγής δεν θα ξανασηκώσει κεφάλι.
Δεν φτάνει να ξαναπούμε μονότονα για άλλη μια φορά ότι στον ΣΥΡΙΖΑ υπάρχουν δύο «ψυχές» και δύο προγράμματα, η μια του κόσμου των οργανώσεων και της μαζικής βάσης του κόμματος, του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ και των κινημάτων, και η άλλη του ταξικού συμβιβασμού, της αστικής κρατικής διαχείρισης και της γραφειοκρατίας των κομματικών και κρατικών μηχανισμών. Πράγματι, ο λαϊκός κόσμος του ΣΥΡΙΖΑ και των κινημάτων πάλεψε με σθένος για την εκλογική νίκη του Γενάρη, παρακολούθησε με μεγάλη καχυποψία τη λεγόμενη «διαπραγμάτευση» πριν και μετά τη συμφωνία της 20/2 και ως την επονείδιστη συμφωνία της 12/7, άντεξε στις ηγετικές πιέσεις για ματαίωση του δημοψηφίσματος, άντεξε την τεράστια γκεμπελική προπαγάνδα των ΜΜΕ, που δεν απαντιόταν αποτελεσματικά από τον ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα, και μας έφερε στο αξιοθαύμαστο 61% του δημοψηφίσματος. Και μετά τι είδε; Είδε μια τυχοδιωκτική και δεξιόστροφη ηγεσία να «παίρνει την αλήθεια του και να την κάνει ψέμα». Είδε τον πρωθυπουργό μαζί με τους ηττημένους και χρεοκοπημένους ηγέτες των μνημονιακών κομμάτων να ερμηνεύει την ψήφο του ως «όχι στη ρήξη» και «ναι στο ευρώ με κάθε θυσία» και να κατασκευάζει «εθνική συναίνεση» εκεί όπου μετά το δημοψήφισμα υπήρχε ταξικό ρήγμα τεκτονικών διαστάσεων. Είδε την κυβέρνηση να εισηγείται ένα υπερμνημόνιο με κόστος κατά 5 δισ. μεγαλύτερο από εκείνο που είχε το τελεσίγραφο των δανειστών, αυτό το ίδιο που είχε καταψηφιστεί με 61%. Είδε την κυβέρνηση να πηγαίνει στις Βρυξέλλες και να δέχεται ένα ακόμη πολύ χειρότερο Υπερμνημόνιο με υπέγγυα τη δημόσια περιουσία για το εξωφρενικό ποσό των 50 δισ. ευρώ. Είδε να τίθεται θέμα ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών κατά 25 δισ. με μια στρατηγική που θα οδηγήσει στην πλήρη ανάληψη των τραπεζών από τον ESM και την απόλυτη ιδιωτικοποίηση. Είδε να χτίζεται μια θωρακισμένη δικτατορία του χρηματιστικού κεφαλαίου και της γερμανοκίνητης Ε.Ε. πάνω στη μισθωτή εργασία με τις ευλογίες της Αριστεράς και του ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμη και αυτά που δεν θα τολμούσαν πιθανόν να δεχθούν ως κυβέρνηση ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος, τα επέβαλε η κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα.
Πρόκειται, βεβαίως, για μια κατάρρευση κοινωνική και εθνική. Ακόμη και για τον ίδιο τον ελληνικό καπιταλισμό, είναι μια στιγμή χρεοκοπίας. Πρόκειται, πιθανότατα, για μια διαδικασία που καταργεί την Ελλάδα ως οργανωμένη κοινωνία και ως κρατική υπόσταση και τη μετατρέπει σε μόνιμη αποικία χρέους, βαθιά υποβαθμισμένη στο διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Οι λόγοι αυτής της κατάρρευσης ανάγονται καταρχήν στη λανθασμένη δεξιόστροφη στρατηγική της ηγεσίας και της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία υποστήριξε από το 2012 και μετά συστηματικά ότι χωρίς ρήξεις με τους δανειστές και τα κέντρα οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, χωρίς αμφισβήτηση των δομών του αστικού κράτους, χωρίς το λαϊκό παράγοντα σε διαδικασία κινητοποίησης και σύγκρουσης, χωρίς μονομερή διαγραφή του χρέους της χώρας, θα μιλήσουμε καλόπιστα μαζί τους, θα λάβουμε μια καλή συμφωνία με το κεφάλαιο εσωτερικά και με την Ευρωζώνη, την Ε.Ε. και το ΔΝΤ διεθνώς. Ότι πρόκειται για καλούς και έντιμους ανθρώπους που θα μας ακούσουν, θα διαγράψουν το χρέος, θα μας χρηματοδοτήσουν και θα μας αφήσουν να κάνουμε φιλεργατικές και φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Ότι μπορούμε και οφείλουμε να μείνουμε σε αυτήν την οικονομική και νομισματική ένωση αλλάζοντας «προς τα αριστερά» την Ευρώπη και μετασχηματίζοντας προοδευτικά αυτήν την ίδια την ιμπεριαλιστική ένωση. Ας το πούμε τώρα καθαρά, δεν υπάρχει άλλος χρόνος πια. Αυτή η στρατηγική ήταν μια αδιέξοδη ήπια/δεξιά σοσιαλδημοκρατική ή και σοσιαλφιλελεύθερη στρατηγική, αυτή η στρατηγική καταστρέφει τώρα τους εργαζόμενους, τα πληττόμενα μεσαία στρώματα, την κοινωνία μας ολόκληρη. Αυτή η στρατηγική οδήγησε σε μια αποκρουστική ταξική συνθηκολόγηση και σε μια εθνική κρίση και καταστροφή, ανάλογη του 1922 ή του 1941 στην Ελλάδα. Αυτή η στρατηγική μας οδήγησε να μη δούμε καθαρά το φρικτό και αποκρουστικό πρόσωπο του αντιπάλου. Μας οδήγησε σε χαζοχαρούμενα κλίματα, σε αυταπάτες και στη συλλογή selfies στα Γιούρογκρουπ. Φτάνει πια!
Δεν πρόκειται, όμως, μόνο για αυτό. Υπήρξε όχι μόνο ιδεοληψία αλλά και αρνητικό/καταστροφικό σχέδιο από την πλευρά της κυβέρνησης και της ηγεσίας του κόμματος. Σχέδιο απόσυρσης του λαϊκού παράγοντα, σχέδιο στεγανοποίησης της διαπραγματευτικής διαδικασίας, σχέδιο συνεχών υποχωρήσεων που έπρεπε να τις καταπιεί το κόμμα μέσω διαδοχικών «πολιτικών μασάζ», σχέδιο διάλυσης των συλλογικών διαδικασιών του κόμματος και της εσωκομματικής δημοκρατίας. Δεν ήταν μόνο ιδεοληψία η 20ή Φλεβάρη, η στελέχωση της κυβέρνησης με καθαρά συστημικούς «παίκτες» όπως ο κ. Πανούσης, ο κ. Σαγιάς, ο κ. Μάρδας, η κ. Παναρίτη και τόσοι άλλοι/ες, η παράδοση της ΤτΕ στον Στουρνάρα, η απεμπόληση της εθνικοποίησης και του ελέγχου των τραπεζών. Δεν ήταν σκέτη ιδεοληψία η αποδοχή των ιδιωτικοποιήσεων και η απόπειρα εισαγωγής λάθρας τροπολογίας που παράδινε όλη τη δημόσια περιουσία στο ΤΑΙΠΕΔ – υπό το πρίσμα του fund των 50 δισ. ευρώ όλα αυτά αποκτούν αναδρομικά μια σημασία. «Παιχνίδι στημένο και πουλημένο» θα το πουν κάποιοι. Ίσως, όχι συνεκτικό κατά 100% αλλά υπαρκτότατο ως σενάριο, θα το πω εγώ. Η κυβέρνηση εμπιστεύτηκε τον ΣΕΒ, το Brookings, το Κόμο, το Levy, τον Γιουνκέρ, τον Ομπάμα, τη Μέρκελ, ακόμη και το «σοφό Σόιμπλε» αλλά όχι τον ίδιο τον ελληνικό λαό και την εργατική τάξη – και αυτό ήταν σχέδιο. Αυτές οι επιλογές ήταν ταξικές επιλογές και διαπλοκή με τα κέντρα εξουσίας, δεν ήταν απλώς μια σοσιαλδημοκρατική ιδεοληψία.
Θα το πάω και κάπως παραπέρα από τη σκοπιά της θεωρίας και της ιστορίας των πολιτικών κομμάτων. Όταν πιστεύεις βαθιά στο μεταρρυθμισμό και στην πρόοδο προς το σοσιαλισμό με διαρκείς ειρηνικές μεταρρυθμίσεις, και μάλιστα με «άνετες» μεταρρυθμίσεις συμβιβασμού και όχι ρήξης με την αστική τάξη, σταδιακά αλλά σταθερά, όπως έχει δείξει ο Ρόμπερτ Μίχελς, χάνεις την ψυχή σου. Ο στόχος χάνεται, οι συμβιβασμοί μένουν. Αυτό το σχέδιο επιτάσσει αναγκαστικά αργά ή γρήγορα το συμβιβασμό και τη συνεργασία με το κεφάλαιο και τα κέντρα εξουσίας. Αυτό το σχέδιο επιτάσσει αναγκαστικά την παρουσία της σοσιαλδημοκρατίας στην κυβέρνηση και, άρα, το συνεχή διάλογο και συμβιβασμό με το κεφάλαιο και το κράτος του. Οι Σάιντεμαν, Νόσκε και Έμπερτ, πολύ προτού σφαγιάσουν τον Λήμπκνεχτ και τη Λούξεμπουργκ, πολύ προτού καταστείλουν με τα Φράικορπς τους σπαρτακιστές το 1919, ήταν στιβαροί αρχηγοί σοσιαλδημοκρατικών και συνδικαλιστικών φραξιών που επέλεξαν χάριν του προοδευτικού μεταρρυθμισμού με κάθε κόστος, του κρατισμού με κάθε κόστος και του «γερμανισμού» με κάθε κόστος να στηρίξουν το κράτος τους καθώς και να στηρίξουν κάποια στιγμή τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο/σφαγή. Αυτή η επιλογή θα φέρνει στη συνέχεια όλο και χειρότερες επιλογές, αφού η λάθος στρατηγική όχι μόνο σε εγκλωβίζει αλλά και σε υποχρεώνει να συνδιαχειριστείς το αστικό κράτος σε κρίση και στη συνέχεια να καταστείλεις το ριζοσπαστικό τομέα του κόμματος και του κινήματος που στέκεται εμπόδιό σου. Από ένα σημείο και μετά -και πάντοτε έγινε έτσι- η αρχική ιδεοληψία και στρατηγική πλάνη μετασχηματίζεται σε επιλογή, σε αστικό σχέδιο επιβίωσης και αναπαραγωγής της σοσιαλδημοκρατικής ομάδας και σε πρακτικές αποπροσανατολισμού και καταστολής κάθε θεμελιακής αντιπολίτευσης. Έτσι έγινε το 1919 στη Γερμανία, έτσι έγινε με τον Βίλι Μπραντ κατά του φοιτητικού κινήματος και της νεολαίας του κόμματός του στα 1965-1970, έτσι έγινε με τις διαγραφές στο ΠΑΣΟΚ στα 1974-1985, έτσι έγινε με τη διαγραφή του «Μανιφέστο» από το ιταλικό ΚΚ το 1969, έτσι είναι πολύ πιθανό να γίνει και σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ. Οι «ειρηνικοί» μεταρρυθμιστές ως προς την αστική τάξη καταλήγουν σε «βίαιες ωριμάνσεις» όσον αφορά το ριζοσπαστικό τομέα του κινήματος. Ευτυχώς, δεν ζούμε στη σταλινική Ρωσία, γιατί τότε και τα κεφάλια μας ακόμη δεν θα στέκονταν σίγουρα στους ώμους τους.
Ένα σχόλιο τέλος πάνω στο αγνοημένο και προδομένο ηρωικό 61% του δημοψηφίσματος, ένα ποσοστό που σε πολύ μεγάλο βαθμό θα αποδεχόταν τη ρήξη με τους δανειστές με κάθε κόστος και διακύβευση: ο χειρισμός της κυβέρνησης και της πλειοψηφίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένας απολύτως τυχοδιωκτικός χειρισμός. Δεν πίστεψαν στο ΟΧΙ, ήλπισαν στο ΝΑΙ, και στη συνέχεια διαχειρίστηκαν το πολιτικό και συμβολικό κεφάλαιο που συγκέντρωσε ο ίδιος ο πρωθυπουργός ως κεφάλαιο για να εγκριθεί το Υπερμνημόνιο. Ακόμη και αν δεν είχαν «δόλιες προθέσεις» -και αυτό δεν μπορώ να το ξέρω- κατάφεραν ένα καίριο πλήγμα στο λαό και αυτό επειδή, αν δεν έχεις κανένα εναλλακτικό σχέδιο διαφυγής, δεν πας σε μια κατά μέτωπο επίθεση, που απλώς θα εκνευρίσει/εξοργίσει τον αντίπαλο και θα ανεβάσει σε κρίσιμο μέτρο το «λογαριασμό» της τελικής συμφωνίας. Τελικά, δηλαδή, γιατί έκαναν το δημοψήφισμα; Για να μπορούν να πουν το ΝΑΙ με πέντε δισ. ευρώ φορτωμένο λογαριασμό και με πλήρη υποθήκευση της χώρας; Ας πάρει κάποιος την ευθύνη από την κυβέρνηση να απαντήσει σε αυτό το πολύ απλό ερώτημα.
ΤΙ ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΤΩΡΑ – ΑΜΕΣΑ ΜΕΤΡΑ
Όμως, τώρα, δεν μπορούμε να κλαίμε τη μοίρα μας, τώρα είναι η ώρα της αντίστασης και της δράσης. Χρειάζεται να μορφοποιήσουμε κοινωνικά και πολιτικά το μέτωπο του λαϊκού ΟΧΙ μέχρι το τέλος, το μέτωπο της κοινωνικής και πολιτικής ρήξης. Έχουμε ως όπλο εντός ΣΥΡΙΖΑ την Αριστερή Πλατφόρμα και τις αντιστάσεις της στο κόμμα και εντός της Βουλής, αλλά αυτό δεν είναι πια αρκετό. Η Πλατφόρμα καταρχήν έχει και αυτή σοβαρές πολιτικές ευθύνες για την κατάρρευση. Βεβαίως, ασύμμετρες προς εκείνες της ηγεσίας αλλά, όμως, υπαρκτές και μη αγνοήσιμες. Η Πλατφόρμα ορθά τοποθετήθηκε πάνω στο εναλλακτικό σχέδιο, στην παύση πληρωμών, την κοινωνικοποίηση των τραπεζών και την έξοδο από την Ευρωζώνη. Όμως, η Πλατφόρμα δεν έκανε, δυστυχώς, αυτό που από πολύ καιρό έπρεπε να κάνει, που σε μικρογραφία έχουν κάνει άλλες δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΜΑΡΣ. Δεν εξειδίκευσε τα βήματα και τους στόχους της εξόδου, δεν εξειδίκευσε την αντιμετώπιση των πρώτων μεγάλων δυσκολιών, δεν καθησύχασε ικανοποιητικά τους εργαζόμενους και το λαό για το τι μέλλει γενέσθαι, δεν έβαλε σαφώς το περίγραμμα για ένα ταξικό και αντιιμπεριαλιστικό σχέδιο εξόδου από το ευρώ και όχι γενικώς για ένα σχέδιο εξόδου από το ευρώ. Δεν απάντησε με θάρρος στην περίοδο πριν από το δημοψήφισμα ότι σε μεγάλο βαθμό το δίλημμα είναι όντως ευρώ ή εθνικό νόμισμα, ότι χωρίς τον κρίκο του ευρώ δεν μπορεί να υπάρξει στρατηγική αντιιμπεριαλιστικής και αντικαπιταλιστικής ρήξης. Δεν κινήθηκε με θάρρος μέσα στην κοινωνική και λαϊκή δυναμική.
Αυτή η πλημμέλεια της Πλατφόρμας οφείλεται σε όψεις της κάποιας ατολμίας της και της δομικής σχεδόν γραφειοκρατικής της φοβικότητας, δεν είναι ένα αυστηρά οικονομοτεχνικό ζήτημα. Όμως, ακόμη και τώρα, παρά τις μεγάλες δυσκολίες, δεν είναι αργά. Πρέπει να μιλήσουμε αναλυτικά στο λαό για το εναλλακτικό σχέδιο και να το παλέψουμε ως αποκλειστική γραμμή εξόδου από την κοινωνική καταστροφή.
Μετά από μια κατάρρευση της Αριστεράς και της χώρας οι συνολικές απαντήσεις, όσο και αν είναι αναγκαίες, είναι ταυτόχρονα και δύσκολες. Η χώρα και η Αριστερά χρειάζονται μια νέα ηγεσία, όπως ακριβώς συνέβη και το 1941. Η παλιά τόσο ως κυβερνητικό κέντρο -προσωρινό και αυτό- όσο και ως ηγεσία του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ έχει πολιτικά και ηθικά συμπαρασυρθεί από την καταστροφή και πιθανότατα θα παρασυρθεί από το ωστικό κύμα της έκρηξης και σε όλο και πιο κεντροαριστερές ή και σκέτα κεντρώες πολιτικές επιλογές. Δεν μας ευχαριστεί αυτό, αλλά δεν είναι και το βασικό μας πρόβλημα. Μπορούμε να προχωρήσουμε σε κάποιες πρώτες σκέψεις προς συζήτηση, οι οποίες είναι σε διαδικασία επεξεργασίας:
Δημιουργία ενός κοινωνικού και πολιτικού μετώπου για να μην περάσουν και να μην εφαρμοστούν τα Υπερμνημόνια που έρχονται. Στοιχειώδης ενότητα της Αριστεράς με επίκεντρο την Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ για να υπάρξει αυτή η άμυνα στο κοινοβουλευτικό και στο κινηματικό επίπεδο, ιδίως όμως στο δρόμο. Ανυπακοή των βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, που ακόμη πιστεύουν στο πρόγραμμά του και που σέβονται την δυναμική του δημοψηφίσματος, στην επιταγή ψήφισης της συμφωνίας και των εφαρμοστικών νόμων.
Δημιουργία ενός δικτύου αλληλοενημέρωσης με διεθνή κινήματα και προσωπικότητες της Αριστεράς που θα ενημερώσουν τις κοινωνίες τους για τον αρνητικό και όχι τον δήθεν αναγκαίο χαρακτήρα της καταστροφικής αυτής συμφωνίας. Άνοιγμα διαλόγου στη διεθνή Αριστερά για τον αρνητικό χαρακτήρα των τελικών κινήσεων της κυβέρνησης. Αναστοχασμός πάνω σε αυτήν την αρνητική εμπειρία. Οι Podemos, ή όποιος άλλος ακολουθήσει, πρέπει να διαγράψουν μια ριζικά άλλη τροχιά.
Κήρυξη, στοχευμένη, αλληλέγγυα και υπεύθυνη μορφών κοινωνικής και πολιτικής ανυπακοής.
Δημιουργία Επιτροπής σε εθνική κλίμακα για την υπεράσπιση του ΟΧΙ στους δανειστές και στη συμφωνία και δημόσιες πρωτοβουλίες προς αυτήν την κατεύθυνση. Συμμετοχή συνδικάτων, φοιτητικών παρατάξεων, κοινωνικών και κινηματικών πρωτοβουλιών, περιβαλλοντικών φορέων και οργανώσεων, αγωνιστών της Αριστεράς και δημόσιων διανοουμένων σε αυτήν την Επιτροπή.
ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΝ ΣΥΡΙΖΑ ΤΙ ΘΑ ΚΑΝΟΥΜΕ;
Υπό ομαλές συνθήκες, τώρα θα ήταν η ώρα του κομματικού απολογισμού. Τα κατάφερε η κυβέρνηση ή έχασε το τρένο; Τα κατάφερε το κόμμα να αντεπεξέλθει ή έγινε ένας μικρός και πρακτικά ανύπαρκτος ιμάντας μεταβίβασης; Τα κατάφερε ο πρωθυπουργός ή έγινε ένας αναξιόπιστος και πτωχευμένος ηγέτης, ένας ανάμεσα και μετά από τους άλλους; Θα έπρεπε, λοιπόν, να συγκληθεί η Κεντρική Επιτροπή και να γίνει Έκτακτο Συνέδριο, το οποίο αναπόφευκτα θα έπρεπε να απαντήσει και στο θέμα της ηγεσίας. Μετά από μια μεγάλη ήττα και οι ηγεσίες, προσωπικές ή συλλογικές, κρίνονται και αξιολογούνται. Σε κάθε στοιχειωδώς πολιτισμένη χώρα.
Θα ήταν καλό να γίνουν όλα αυτά, αλλά ενδέχεται, αν υπάρξουν σκληρυμένες κομματικές και κυβερνητικές αποφάσεις, να μην γίνει και τίποτε από όλα αυτά. Κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, state of exception. Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει όλες οι ΟΜ πανελλαδικά να συζητήσουν για αυτό που έγινε και να λάβουν πολιτικές αποφάσεις. Θα πρέπει να μη διαλυθεί αυτός ο πολιτικός και οργανωτικός ιστός στα εξ ων συνετέθη.
Πρέπει, εδώ, να ειπωθεί ότι πιθανότατα θα υπάρξει πλήρης απαξίωση του κόμματος και τεράστια αιμορραγία του σε μέλη και στελέχη. Η συμφωνία δίκαια κρίνεται από τους σ. μας ως ο απόλυτος αμοραλισμός. Αυτό ως κατάσταση δεν απαντιέται με γραφειοκρατικές αμηχανίες και ψέματα. Χρειάζονται ορισμένες βασικές αλήθειες και αποτροπές συγχύσεων, μια πολιτική αλήθειας στο λαό του κόμματος, αφού δεν υπάρχει πια το κόμμα του λαού:
Αυτή η κυβέρνηση δεν είναι πια μια κυβέρνηση της Αριστεράς με ταξικό πρόσημο, αλλά ούτε και μια κυβέρνηση πραγματικής «εθνικής ή κοινωνικής σωτηρίας». Μπορεί να είναι -και αυτό με έντονο ερωτηματικό- καλύτερα αυτή στο τιμόνι αυτήν τη στιγμή από μια άλλη, αλλά δεν είναι η δική μας κυβέρνηση. Είναι μια κυβέρνηση διαχείρισης Υπερμνημονίων, έστω και με τις «καλύτερες προθέσεις». Ας σκεφτούμε, όμως, και την τεράστια πολιτική τοξικότητα που θα αφήσει στην κοινωνία η διαχείριση των Υπερμνημονίων από αυτήν την κυβέρνηση, που αναφέρεται στην Αριστερά. Η άποψη ότι αυτές τις πολιτικές πρέπει να τις εφαρμόσουν οι φυσικοί τους εκφραστές και όχι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παράλογη. Επίσης, αν υπάρξει απομάκρυνση των υπουργών της Πλατφόρμας από την κυβέρνηση, θα είναι και αυτό ένα βήμα προς την παγίωση μιας μεταβολής στην κοινωνική/ταξική φύση του κυβερνητικού κέντρου.
Το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικό και οργανωτικό πλαίσιο περιλαμβάνει σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ακόμη, απολύτως χρήσιμες για μια στρατηγική ριζοσπαστικής διεξόδου. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί το γεγονός ότι το brandname ΣΥΡΙΖΑ έχει υποστεί -και δικαιολογημένα- τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό διασυρμό και απαξίωση. Ακόμη περισσότερο, ακόμη και η έννοια της Αριστεράς έχει υποστεί τεράστιο πολιτικό και ηθικό διασυρμό, ανάλογο με του «1989». Δεν φτάνει να λες είμαι αριστερός ή αριστερή και θα τα κάνω καλύτερα εκ των γονιδίων μου. Πρέπει πια να αποδεικνύεις έμπρακτα αυτά που λες. Ίσως, η έννοια του κομμουνιστή ή έστω του μαρξιστή είναι σήμερα μια πιο υπερασπίσιμη έννοια από την Αριστερά.
Χρειαζόμαστε, είτε στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ είτε και πέρα από αυτό, μια λογική αναβάθμισης της δημοκρατικής συλλογικής λειτουργίας, της αντιγραφειοκρατικής θέασης και πρωτοβουλίας, της αυτοοργάνωσης. Ο πολιτισμός της κοοπτάτσιας και του γραφειοκρατισμού, ο πολιτισμός της εκτροπής της λαϊκής βούλησης, όπως έκανε ο πρωθυπουργός μετά το δημοψήφισμα, έχει συμβάλει σημαντικά στην παρούσα αποδιοργάνωση και κρίση. Μπορεί να συγκλίνουν μαζί μας σε ένα μέτωπο αγώνα άνθρωποι από την κοινωνία και την Αριστερά που δεν μπορούμε να φανταστούμε, όπως επίσης και να μας εγκαταλείψουν άνθρωποι που θεωρούμε δεδομένους. Μόνο μέσα από μια πλατιά μετωπική συμπόρευση του αγωνιστικού τμήματος της Αριστεράς μπορούν να υπάρξουν λύσεις και διέξοδοι σε ριζοσπαστική, αντισυστημική και αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση. Οι μορφές κάποια στιγμή στο άμεσο μέλλον θα καθορισθούν ή και θα επινοηθούν, καθώς η φύση απεχθάνεται το κενό.
Τέλος, μια παρατήρηση για το ΚΚΕ. Ο διακηρυκτικός αντικαπιταλισμός του ΚΚΕ από μόνος του δεν έχει καμία αξία, όσο και αν θεωρητικά κάποιες επισημάνσεις του έχουν ιστορικό και αναλυτικό ενδιαφέρον. Το ΚΚΕ έχει με έναν ιδιότυπο τρόπο αποχωρήσει από την πολιτική σκηνή, από τη δημόσια σφαίρα γενικώς. Δεν του επιτρέπεται, όμως, σε καμία περίπτωση, μέσα στον αναχωρητισμό του, να καλλιεργεί όχι μόνο την άρνηση στο επίκαιρο θέμα της εξόδου από την Ευρωζώνη αλλά και τη λογική ότι ο λαός δεν έχει κανένα μέσο, καμία λύση, καμία διέξοδο για να αμυνθεί πέρα από το να ρίχνει στην κάλπη ΚΚΕ. Είναι μια στάση όχι απλώς αντιαριστερή αλλά και μη κομμουνιστική, αφού ο κομμουνισμός δεν είναι μια θεωρησιακή στάση μέσα στην κρίση αλλά «το πραγματικό κίνημα που ανατρέπει την υπάρχουσα τάξη πραγμάτων».