Όσοι ασχολούνται με το σκάκι θα έχουν ακούσει πολλές φορές τον όρο «διπλή απειλή». Πρόκειται για ένα από τα βασικότερα τακτικά χτυπήματα, όπου ένα κομμάτι της μιας παράταξης τοποθετείται με τέτοιο τρόπο ώστε να απειλεί ταυτόχρονα δυο κομμάτια του αντιπάλου. Όσοι συνηθίζουν όμως να χρησιμοποιούν τον όρο «γεωπολιτική σκακιέρα» για να περιγράψουν τις σύνθετες εξελίξεις στη διεθνή διπλωματία, από αυτό το μήνα θα πρέπει να εισάγουν στο λεξιλόγιό τους και την έννοια της «τριπλής απειλής».
Στις αρχές Απριλίου ο γαλλικός ενεργειακός γίγαντας TOTAL προχώρησε σε μια «σκακιστική» κίνηση που άφησε άφωνους τους αντιπάλους της. Στην προσπάθειά της να εξασφαλίσει 27 δισεκατομμύρια δολάρια, που χρειάζεται για να αναπτύξει εγκαταστάσεις υγροποιημένοι φυσικού αερίου (LNG) κοντά στον κύκλο της Αρκτικής στη Σιβηρία, ζήτησε τη βοήθεια κινεζικών τραπεζών. Σύμφωνα με τις πρώτες πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στην αμερικανική εφημερίδα Wall Street Journal, από τη συγκεκριμένη συμφωνία αναμένεται να αντλήσει το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 15 δισεκατομμυρίων. Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό για να προκαλέσει πονοκέφαλο στην Ουάσιγκτον, η γαλλική εταιρεία ζήτησε τη μεσολάβηση του Βλαντιμίρ Πούτιν ενώ δέχθηκε να λάβει το μεγαλύτερο μέρος του δανείου σε ευρώ και γουάν.
Με μια κίνηση δηλαδή αμφισβήτησε ταυτόχρονα το εμπάργκο των ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία, την κυριαρχία των αγορών της Δύσης για την άντληση κεφαλαίων αλλά και την παντοκρατορία του δολαρίου, ως παγκόσμιου μέσου συναλλαγής και επενδύσεων στην αγορά ενέργειας.
Η TOTAL, τα ετήσια έσοδα της οποίας ξεπέρασαν τα 235 δισεκατομμύρια δολάρια για το 2014, αναμένεται να εξάγει το ένα πέμπτο των αποθεμάτων πετρελαίου της (περίπου 400.000 βαρέλια ημερησίως) από τη Ρωσία μέχρι το 2020. Οι νέες δραστηριότητες της εταιρείας στην αρκτική επικεντρώνονται στην χερσόνησο Γιαμάλ, από όπου η εταιρεία φιλοδοξεί να παράγει 16.5 εκατομμύρια μετρικούς τόνους υγροποιημένου φυσικού αερίου το χρόνο. Το μεγαλύτερο τμήμα του LGN θα μεταφέρεται με παγοθραυστικά και δεξαμενόπλοια στις αγορές της Ευρώπης και της Ασίας και κυρίως στην Κίνα. Στο πρόγραμμα συμμετέχουν επίσης η ρωσική εταιρεία Novatek και η κρατική εταιρεία πετρελαίου της Κίνας.
Ο γαλλικός ενεργειακός κολοσσός μπαίνει εμβόλιμα λοιπόν στη σινορωσική συνεργασία που αναπτύσσεται ταχύτατα τα τελευταία χρόνια. Τον περασμένο Μάιο ο Βλαντιμίρ Πούτιν επισκέφθηκε τη Σαγκάη όπου υπέγραψε συμφωνία ενεργειακής συνεργασίας με την κινεζική ηγεσία ύψους 400 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Βασικός στόχος της συνεργασία είναι η κατασκευή αγωγού φυσικού αερίου ο οποίος θα συνδέει τη Σιβηρία με την Κίνα.
Οι επενδυτικές κινήσεις της TOTAL, μάλιστα, έρχονται να συμπληρώσουν το παζλ των νέων γεωπολιτικών και ενεργειακών ισορροπιών που δημιουργούνται στην περιοχή της Αρκτικής. Όπως εξηγούσαμε πριν από δυο χρόνια από αυτές τις σελίδες, το φαινόμενο του θερμοκηπίου και το λιώσιμο των πάγων δημιουργεί νέα εμπορικά περάσματα στις παγωμένες θάλασσες του Βορρά ενώ καθιστά εφικτή την εκμετάλλευση κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου που μέχρι πρότινος θεωρούνταν απρόσιτα για την βιομηχανία ενέργειας. Προβλέποντας αυτές τις εξελίξεις η Μόσχα ενισχύει εδώ και χρόνια τη στρατιωτική της παρουσία στην περιοχή με την ανακατασκευή της σοβιετικής αεροπορικής βάσης στη νήσο Κοτέλνι (στις βόρειες ακτές της ανατολικής Σιβηρίας) αλλά και με την αποστολή νηοπομπών με πυρηνοκίνητα παγοθραυστικά.
Παράλληλα με την προβολή στρατιωτικής ισχύος η Μόσχα κινείται εδώ και χρόνια και σε διπλωματικό επίπεδο προκειμένου να αποδείξει ότι η υφαλοκρηπίδα της εκτείνεται σε μια ζώνη περίπου 1.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων που συνδέει το βυθό της Σιβηρίας με το Βόρειο Πόλο (η λεγόμενη ράχη του Λομονόσοφ)
«’Ηρθαμε για να μείνουμε» δήλωνε στα τέλη του 20013 ο Ρώσος αναπληρωτής υπουργός Άμυνας, στρατηγός Αρκάντι Μπακίν καθώς το καταδρομικό Πέτρος ο Μέγας, που αποτελεί το καμάρι του ρωσικού στόλου, διέσχιζε την περιοχή μαζί με άλλα δέκα πλοία σε μια πρωτοφανή επιίειξη ισχύος. Ο ίδιος ο Ρώσος πρόεδρος, Βλαντιμίρ Πούτιν δήλωνε τότε ότι η Αρκτική μπορεί σύντομα να αποτελέσει τη «νέα διώρυγα του Σουέζ» αλλάζοντας τα εμπορικά περάσματα που γνώρισε η ανθρωπότητα από τα μέσα του 19ου αιώνα. Και μόνο το γεγονός ότι ο εμπορικός στόλος των ισχυρότερων χωρών του κόσμου θα πρέπει να διέρχεται από την περιοχή συνοδευόμενος από ρωσικά παγοθραυστικά, δίνει στη Ρωσία ένα τεράστιο πλεονέκτημα. Κυρίως όμως επιτρέπει σε μια σειρά αναδυόμενων χωρών να χρησιμοποιούν εναλλακτικά δρομολόγια από αυτά που διέρχονται από τη διώρυγα του Σουέζ και το Κέρας της Αφρικής – περιοχή στην οποία οι ΗΠΑ αυξάνουν συνεχώς την παρουσία τους με τη βοήθεια της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας αντίστοιχα.
Εάν μάλιστα οι νέοι χάρτες ναυσιπλοΐας περιλαμβάνουν στη διαδρομή τους και κοιτάσματα πετρελαίου και φυσικού αερίου, εύκολα καταλαβαίνει κανείς ότι οι σημερινές αλλά και οι επερχόμενες υπερδυνάμεις θα στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς την Αρκτική και θα δώσουν μάχες χαρακωμάτων για να κυριαρχήσουν στην περιοχή. Η Ρωσία έχει προφανές συμφέρον από αυτή την αλλαγή αφού θα ελέγχει τη ναυσιπλοΐα και τα ενεργειακά αποθέματα της περιοχής. Η Κίνα από την πλευρά γνωρίζει ότι τα εμπορικά της πλοία θα μπορούν να φτάνουν στις αγορές της Δύσης γλιτώνοντας έως και δέκα ώρες ταξιδιού ενώ παράλληλα θα αποκτήσει πρόσβαση σε νέα ενεργειακά κοιτάσματα μειώνοντας την εξάρτησή τη από την αμερικανοκρατούμενη Μέση Ανατολή.
Η TOTAL δεν είναι η μόνη ευρωπαϊκή εταιρεία που τολμά να αμφισβητήσει τις οικονομικές επιταγές της Ουάσιγκτον και να φλερτάρει ανοιχτά με τις ανερχόμενες οικονομίες της Ασίας. Πρώτη η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία Daimler απέσπασε δάνειο 12 δισεκατομμυρίων δολαρίων από μια κοινοπραξία τριών τραπεζών – δυο από τις οποίες ήταν κινέζικες. Η μεγάλη διαφορά όμως έγκειται στο γεγονός ότι η TOTAL, αποφάσισε να δανειστεί και στο κινεζικό νόμισμα, το οποίο μέχρι πρότινος δεν θεωρούνταν αρκετά ασφαλές στην αγορά ενέργειας λόγω των μεγάλων διακυμάνσεων που παρουσίαζε σε σχέση με το δολάριο. Πρόκειται χωρίς αμφιβολία για τη σημαντικότερη αμφισβήτηση της παντοκρατορίας του αμερικανικού νομίσματος στην αγορά ενέργειας – από την εποχή που ο Σαντάμ Χουσείν τόλμησε να ψελλίσει ότι θα αντικαταστήσει το δολάριο με το ευρώ και λίγα χρόνια αργότερα κρεμόταν απαγχονισμένος μέσα στην ίδια του την πατρίδα.
Η απόφαση της γαλλικής εταιρείας ανακοινώθηκε λίγες μόλις ημέρες μετά την επίσημη δημιουργία της κινεζικής τράπεζας επενδύσεων AIIB και μερικούς μόνο μήνες μετά τις αντίστοιχες πρωτοβουλίες της Ρωσίας και των χωρών BRICS, που αμφισβητούν ευθέως το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα και δημιουργούν δικούς τους οικονομικούς θεσμούς. Είναι προφανές ότι καθώς όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές εταιρείες θα αποφασίζουν να συνεργαστούν με τα νέα οικονομικά όργανα της Ασίας τόσο θα εντείνονται οι ιμπεριαλιστικές αντιπαραθέσεις σε διεθνές επίπεδο αλλά και στο εσωτερικό των ευρωπαϊκών χωρών. Είναι δύσκολο λόγου χάρη να φανταστούμε ότι τμήματα της οικονομικής ελίτ της Γερμανίας θα παραμείνουν σιωπηρά στις κυρώσεις εναντίον της Μόσχας όταν θα βλέπουν τα συμφέροντά τους να πλήττονται άμεσα από την ακολουθούμενη πολιτική.
Η πολιτική ένταση είναι ακόμη μεγαλύτερη στο εσωτερικό της Γαλλίας καθώς τα τελευταία χρόνια αρκετές γαλλικές εταιρείες έχουν πληρώσει ακριβό τίμημα λόγω των απαιτήσεων της Ουάσιγκτον. Πριν από ένα χρόνο το Παρίσι αναγκάστηκε να ακυρώσει την παράδοση αποβατικών πλοίων κλάσης Mistral στη Ρωσία γεγονός που στοίχισε δεκάδες εκατομμύρια ευρώ στη γαλλική πολεμική βιομηχανία. Πιο πρόσφατα Αμερικανοί αξιωματούχοι μπλόκαραν αποστολή Γάλλων επιχειρηματιών στην Τεχεράνη καταρρακώνοντας το κύρος της γαλλικής διπλωματίας που εμφανίστηκε σαν κράτος παρίας στα μάτια των δικών της επιχειρηματιών. Τεράστιες ζημιές έχουν υποστεί όμως και αρκετές γαλλικές τράπεζες, όπως η BNP Paribas που πληρώνουν πρόστιμα δισεκατομμυρίων δολαρίων κάθε φορά που συνεργάζονται με χώρες, όπως το Ιράν, το Σουδάν ή η Κούβα που τελούν υπό αμερικανικό αποκελισμό.
Απαντώντας στο συνεχή αποκλεισμό τουλάχιστον 30 από τις 40 κορυφαίες επιχειρήσεις της γαλλίας που συμμετέχουν στον περίφημο χρηματιστηριακό δείκτη CAC-40 συμμετέχουν σε κοινοπραξίες με ρωσικές εταιρείες. Ανάμεσά τουε συναντάς ονόματα πολυεθνικών όπως η Renault, Danone Sanofi κ.α. Υπό αυτές τις συνθήκες η TOTAL μετετρέπεται απλώς στον πολιορκητικό κριό της προσπάθειας ενός σημαντικού τμήματος του οικονομικού και πολιτικοπυ κατεστημένου της Γαλλίας να αμφισβητήσει το καθεστώς κυρώσεων εναντίον της ρωσιας και δευτερευόντως και της Κίνας.
Δεν είναι φυσικά η πρώτη φορά που η γαλλική TOTAL μετατρέπεται σε πέτρα του σκανδάλου για τις σχέσεις της Γαλλίας αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο γαλλικός κολοσσός έχει «κονταροχτυπηθεί» πολλές φορές με αμερικανικές εταιρείες ενέργειας, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τις επενδύσεις που είχε πραγματοποιήσει σε πετρελαϊκά κοιτάσματα του Ιράκ – επένδυση η οποία εν πολλοίς χάθηκε μετά την εισβολή και κατάληψη της χώρας από τις ΗΠΑ.
Αυτή τη φορά όμως το παιχνίδι «χοντραίνει» καθώς η γαλλική πολυεθνική δεν αμφισβητεί απλώς την πρωτοκαθεδρία ορισμένων αμερικανικών επιχειρήσεων αλλά τη λειτουργία του δολαρίου, ως παγκόσμιου νομίσματος, και την κυριαρχία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Δύσης. Η συνέχεια αναμένεται συναρπαστική. Ελπίζουμε όχι και πολυαίματη.
Άρης Χατζηστεφάνου για τα Επίκαιρα