πίνακας

Ιδεολογικός ιμπεριαλισμός και πανεπιστήμιο

Σίσσυ Βελισσαρίου
Πηγή: Rednotebook

Ο Τέρρυ Ήγκλετον σε άρθρο του στον Guardian με τίτλο «Ο θάνατος των πανεπιστημίων» διερωτάται «είναι στα πρόθυρα της εξαφάνισης οι κοινωνικές επιστήμες από τα πανεπιστήμια;» και συνεχίζει: «Η ερώτηση είναι παράλογη. Αν η ιστορία, η φιλοσοφία εξαφανιστούν από τη ζωή της ακαδημίας, αυτό που θ’ αφήσουν πίσω τους θα είναι μια υποδομή κατάρτισης, ή έστω ένα εταιρικό ερευνητικό ινστιτούτο.

Όμως δε θα είναι ένα πα­νε­πι­στή­μιο με την κλα­σι­κή έν­νοια του όρου και θα είναι εξα­πά­τη­ση να το απο­κα­λεί κα­νείς έτσι. Ούτε μπο­ρεί να υπάρ­ξει ένα πα­νε­πι­στή­μιο με την πλήρη έν­νοια της λέξης, όταν οι κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες φυ­το­ζω­ούν απο­κλει­σμέ­νες από τις υπό­λοι­πες πει­θαρ­χί­ες. Ο γρη­γο­ρό­τε­ρος τρό­πος υπο­βάθ­μι­σης αυτών των αντι­κει­μέ­νων είναι να τα με­τα­τρέ­ψεις σε ένα ελ­κυ­στι­κό πα­κέ­το μπό­νους, ως μια έξτρα πα­ρο­χή που προ­σφέ­ρει το πα­νε­πι­στή­μιο…Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα όμως, οι κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες θα έπρε­πε να συ­γκρο­τούν τον πυ­ρή­να ενός πα­νε­πι­στη­μί­ου με την πραγ­μα­τι­κή ση­μα­σία της λέξης. Στην εποχή μας γι­νό­μα­στε μάρ­τυ­ρες του θα­νά­του των πα­νε­πι­στη­μί­ων ως κέ­ντρων κρι­τι­κής. Από την εποχή της Μάρ­γκα­ρετ Θά­τσερ, ο ρόλος της ακα­δη­μί­ας είναι να υπη­ρε­τεί την κα­θε­στη­κυία τάξη… Οι κυ­βερ­νή­σεις σκο­πεύ­ουν να συρ­ρι­κνώ­σουν τις κοι­νω­νι­κές επι­στή­μες, όχι να τις ενι­σχύ­σουν. Αλλά δεν υπάρ­χει πα­νε­πι­στή­μιο χωρίς κοι­νω­νι­κή έρευ­να. Αυτό ση­μαί­νει ότι τα πα­νε­πι­στή­μια και ο ύστε­ρος κα­πι­τα­λι­σμός είναι θε­με­λια­κά ασύμ­βα­τα είδη.»
Στη σωστή αυτή δια­πί­στω­ση που πα­ρα­θέ­τω ανα­λυ­τι­κά λεί­πουν δύο στοι­χεία που δεν θα έπρε­πε να λεί­πουν. Το ένα είναι με­θο­δο­λο­γι­κό αλλά και βα­θύ­τα­τα ου­σια­στι­κό: δεν εξε­τά­ζε­ται κα­θό­λου το πε­ριε­χό­με­νο των κοι­νω­νι­κών σπου­δών, κάτω από τις οποί­ες εντάσ­σο­νται [πε­ριέρ­γως] και οι αν­θρω­πι­στι­κές, που έχουν συρ­ρι­κνω­θεί στην Αγ­γλία. Αυτό θα είχε με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον να απο­τυ­πω­θεί διότι εκτός από τη συρ­ρί­κνω­ση με­γά­λη πο­λι­τι­κή ση­μα­σία έχει και η πλή­ρης προ­σαρ­μο­γή τους στο αγο­ραίο πρό­τυ­πο με προ­φα­νείς εξαι­ρέ­σεις τα «κέ­ντρα αρι­στεί­ας» τύπου Οξ­μπριντζ {Οξ­φόρ­δης-Καί­μπριτζ). Το άλλο που λεί­πει από το άρθρο του ‘Ηγκλε­τον, και δεν δι­καιο­λο­γεί­ται δε­δο­μέ­νης της μαρ­ξι­στι­κής παι­δεί­ας και πο­λι­τι­κής έντα­ξής του, είναι συ­νάρ­τη­ση του προη­γού­με­νου ση­μεί­ου περί της πο­λι­τι­κής κα­τεύ­θυν­σης και λο­γι­κής που πλέον διέ­πουν τις κοι­νω­νι­κές και, προ­σθέ­τω, αν­θρω­πι­στι­κές επι­στή­μες. Αγνο­εί­ται πλή­ρως ο ρόλος των ΗΠΑ ως του κα­τε­ξο­χήν κέ­ντρου του πο­λι­τι­σμι­κού ιμπε­ρια­λι­σμού στη με­τάλ­λα­ξη των επι­στη­μών αυτών στην κα­τεύ­θυν­ση των λε­γό­με­νων «Πο­λι­τι­σμι­κών Σπου­δών» (CulturalStudies) και της αφο­μοί­ω­σής τους από αυτές. Η δια­πί­στω­σή του ότι «οι κοι­νω­νι­κές σπου­δές στις ΗΠΑ δε βρί­σκο­νται σε τόσο άμεση απει­λή … με­τα­ξύ άλλων, γιατί γί­νο­νται αντι­λη­πτές ως ένα ανα­πό­σπα­στο κομ­μά­τι του πα­νε­πι­στη­μί­ου» είναι μάλ­λον επι­φα­νεια­κή. Δεν εξε­τά­ζει ότι, με εξαί­ρε­ση πάλι τα λίγα και διά­ση­μα «κέ­ντρα αρι­στεί­ας», η εξάρ­τη­ση της γνώ­σης από τις ανά­γκες της αγο­ράς ξε­κί­νη­σε από εκεί και μετά εξα­πλώ­θη­κε στο Ευ­ρω­παϊ­κό πα­νε­πι­στή­μιο που εδώ και τριά­ντα χρό­νια μπήκε σε οι­κο­νο­μι­κό αντα­γω­νι­σμό με το αμε­ρι­κα­νι­κό. Στό­χος η πα­ρα­γω­γή εκ­παι­δευ­τι­κών προ­ϊ­ό­ντων για την πα­γκό­σμια αγορά. Η απαί­τη­ση από κάθε πα­νε­πι­στή­μιο είναι να με­τα­τρα­πεί σε μια οι­κο­νο­μι­κά βιώ­σι­μη ακα­δη­μαϊ­κή μο­νά­δα επεν­δύ­ο­ντας σε πεδία που μπο­ρούν να απο­δώ­σουν στην αγορά απο­συ­ρο­μέ­νη από εκεί­να που θε­ω­ρού­νται ότι δεν απο­φέ­ρουν κέρδη.

Βα­σι­κό ρόλο στην εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­ση του πα­νε­πι­στη­μί­ου παί­ζει η συ­νο­λι­κή αμαύ­ρω­ση του κρά­τους, που έχει πε­τύ­χει ο νέο-φι­λε­λευ­θε­ρι­σμός, και επο­μέ­νως η από­συρ­σή του από την χρη­μα­το­δό­τη­ση, η κα­θιέ­ρω­ση ευ­έ­λι­κτων σχέ­σε­ων ερ­γα­σί­ας και βε­βαί­ως η συρ­ρί­κνω­ση γνω­στι­κών αντι­κει­μέ­νων που θε­ω­ρού­νται άχρη­στα. Οι κοι­νω­νι­κές και αν­θρω­πι­στι­κές σπου­δές εντάσ­σο­νται σε αυτήν την κα­τη­γο­ρία διότι δεν βγά­ζουν χρήμα. Ως εκ τού­του στην εμπο­ρι­κή γλώσ­σα που έχει κυ­ριαρ­χή­σει στα περί της παι­δεί­ας και του εκ­παι­δευ­τι­κού συ­στή­μα­τος δεν θε­ω­ρού­νται ρε­α­λι­στι­κή «επέν­δυ­ση» διότι δεν απο­φέ­ρει κέρ­δος. Όπως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά λέει ο Immanuel Wallersteinγια το αμε­ρι­κα­νι­κό πα­νε­πι­στή­μιο η επι­τυ­χία ενός προ­γράμ­μα­τος σπου­δών κρί­νε­ται σε με­γά­λο βαθμό από τον αριθ­μό των φοι­τη­τών που εγ­γρά­φο­νται και, ως γνω­στόν προ­σθέ­τω εγώ, οι φοι­τη­τές-πε­λά­τες δεν έλ­κο­νται από αντι­κεί­με­να που δεν είναι της μόδας. «Το πα­νε­πι­στή­μιο ως θε­σμός κρι­τι­κής δια­νό­η­σης –κρι­τι­κής στις κυ­ρί­αρ­χες δυ­νά­μεις και στις κυ­ρί­αρ­χες ιδε­ο­λο­γί­ες–είχε απέ­να­ντί του την αντί­στα­ση και την κα­τα­πί­ε­ση του κρά­τους και των ελίτ. Αλλά η δύ­να­μη αντί­στα­σης για την επι­βί­ω­σή του ήταν ρι­ζω­μέ­νη στην σχε­τι­κή οι­κο­νο­μι­κή του αυ­το­νο­μία… αλλά αυτό είναι το πα­νε­πι­στή­μιο του χθες, όχι του σή­με­ρα και ούτε του αύριο» (Wallerstein) διότι η πνευ­μα­τι­κή ζωή κρί­νε­ται με κρι­τή­ρια αγο­ράς. Είναι σαφές επο­μέ­νως ότι οι αν­θρω­πι­στι­κές και κοι­νω­νι­κές σπου­δές συρ­ρι­κνώ­θη­καν διότι αφε­νός δεν είναι εμπο­ρεύ­σι­μες, εφό­σον απα­ξιώ­θη­καν από την αγορά, και, αφε­τέ­ρου, είναι το κα­τε­ξο­χήν πεδίο ανά­πτυ­ξης της κρι­τι­κής πάνω στον κυ­ρί­αρ­χο λόγο και στην ιδε­ο­λο­γία γε­νι­κό­τε­ρα, κάτι που βαθιά ενο­χλεί το νέο-φι­λε­λεύ­θε­ρο κα­πι­τα­λι­σμό που στη­ρί­ζε­ται και επεν­δύ­ει στην έλ­λει­ψη οποιασ­δή­πο­τε άλλης εναλ­λα­κτι­κής.

Και οι πο­λι­τι­σμι­κές σπου­δές, δηλ. εκεί­νες που προ­έ­κυ­ψαν από την πλου­ρα­λι­στι­κή πο­λι­τι­κή ταυ­το­τή­των (με­τα-αποι­κιο­κρα­τι­κές, φε­μι­νι­στι­κές, εθνο­τι­κές, αφρο-αμε­ρι­κα­νι­κές, gay, γυ­ναι­κεί­ες σπου­δές κλπ.) και απο­τε­λούν πλέον πα­γκο­σμί­ως το βα­σι­κό κορμό των αν­θρω­πι­στι­κών και κοι­νω­νι­κών σπου­δών, τι ρόλο παί­ζουν στο σύγ­χρο­νο ακα­δη­μαϊ­κό τοπίο; Εκ­κι­νώ­ντας από συ­γκε­κρι­μέ­νες ιδε­ο­λο­γι­κές και κοι­νω­νι­κές αντι­πα­ρα­θέ­σεις της αμε­ρι­κα­νι­κής κοι­νω­νί­ας, όπως ορ­γα­νώ­νο­νται και με­λε­τώ­νται στο αμε­ρι­κα­νι­κό πα­νε­πι­στή­μιο, οι πο­λι­τι­σμι­κές σπου­δές έχουν επι­βλη­θεί πα­γκο­σμί­ως με έναν από-ιστο­ρι­κο­ποι­η­μέ­νο τρόπο. Η από­σπα­σή τους από το συ­γκε­κρι­μέ­νο ιστο­ρι­κό πλαί­σιο όμως είναι φαι­νο­με­νι­κή διότι, όπως εί­πα­με, αυτό συ­γκρο­τεί­ται σε μέ­γι­στο βαθμό από την αμε­ρι­κα­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, όχι στο σύ­νο­λό της αλλά από εκεί­νες μόνον τις πλευ­ρές της που επι­λέ­γο­νται να απο­τυ­πω­θούν και να ανα­πα­ρα­χθούν από το πα­νε­πι­στή­μιο. Για πα­ρά­δειγ­μα, η έν­νοια «τάξη» απου­σιά­ζει ολο­σχε­ρώς από τις με­λέ­τες ταυ­τό­τη­τας και, όταν υπάρ­χει, εμ­φα­νί­ζε­ται όχι ως κα­θο­ρι­στι­κή με­θο­δο­λο­γι­κή κα­τη­γο­ρία εξέ­τα­σης ενός κοι­νω­νι­κού φαι­νο­μέ­νου αλλά ισο­πε­δω­τι­κά ως άλλη μία κοι­νω­νι­κή ταυ­τό­τη­τα όπως αυτή του φύλου και της φυλής (gender, race, class).Με τον ίδιο τρόπο αφο­μοιώ­νο­νται δια της ισο­πε­δω­τι­κής τους προ­σέγ­γι­σης και θε­ω­ρί­ες που κρί­νο­νται απο­στα­θε­ρο­ποι­η­τι­κές για το σύ­στη­μα, όπως ο μαρ­ξι­σμός, που (όταν σπά­νια) εμ­φα­νί­ζε­ται ως μία από τις πολ­λές θε­ω­ρί­ες ισο­δύ­να­μη, για πα­ρά­δειγ­μα, με το δο­μι­σμό και με­τα-δο­μι­σμό, την απο­δό­μη­ση, το φε­μι­νι­σμό κλπ. Από την άλλη, ενώ οι σπου­δές ταυ­τό­τη­τας προ­έ­κυ­ψαν από πραγ­μα­τι­κές συ­γκρού­σεις και αγώ­νες στην αμε­ρι­κα­νι­κή κοι­νω­νία (φυ­λε­τι­κοί, φε­μι­νι­στι­κοί, μειο­νο­τή­των κλπ.), δια της με­τα­τρο­πής τους σε γνω­στι­κά αντι­κεί­με­να στο κλει­στό και απο­στει­ρω­μέ­νο κόσμο του πα­νε­πι­στη­μια­κού campus ελά­χι­στη επί­δρα­ση έχουν στον πραγ­μα­τι­κό κόσμο των φυ­λε­τι­κών δια­κρί­σε­ων, της έμ­φυ­λης βίας, της κα­τα­πί­ε­σης και της οι­κο­νο­μι­κής εξα­θλί­ω­σης που βα­σα­νί­ζουν τα υπό εξέ­τα­ση και θε­ω­ρη­τι­κο­ποί­η­ση κοι­νω­νι­κά υπο­κεί­με­να.

Η ει­ρω­νεία είναι ότι οι πο­λι­τι­σμι­κές σπου­δές, που σωστά οι Bourdieu και Wacquant τις απο­κα­λούν «μπά­σταρ­δη πε­ριο­χή», έχουν τις ρίζες του στην Αγ­γλία του 1970 στο έργο του με­γά­λου μαρ­ξι­στή θε­ω­ρη­τι­κού Raymond Williams και προ­έ­κυ­ψαν ως μία ρι­ζο­σπα­στι­κή κί­νη­ση της με­λέ­της του πο­λι­τι­σμού της ερ­γα­τι­κής τάξης και του σπα­σί­μα­τος των αδια­πέ­ρα­στων τα­ξι­κών φραγ­μών στην αγ­γλι­κή εκ­παί­δευ­ση. Η ει­ρω­νεία δε είναι τρα­γι­κή διότι ο ση­με­ρι­νός τα­ξι­κός τους ρόλος είναι ο αντί­στρο­φος. Απευ­θύ­νο­νται κατά κα­νό­να και κα­λύ­πτουν τις ανα­ζη­τή­σεις και ευαι­σθη­σί­ες των παι­διών της με­σαί­ας τάξης, οι οποί­ες οριο­θε­τού­νται κυ­ρί­αρ­χα από έναν πο­λι­τι­σμι­κό πλου­ρα­λι­σμό με έναν επι­φα­νεια­κό ρι­ζο­σπα­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα εφό­σον το απε­λευ­θε­ρω­τι­κό πρό­ταγ­μα που ενυ­πάρ­χει στην ανα­γνώ­ρι­ση του δι­καιώ­μα­τος ταυ­τό­τη­τας συ­νή­θως αγνο­εί­ται ή και εσκεμ­μέ­να απο­σιω­πά­ται στις τα­ξι­κές, οι­κο­νο­μι­κές και γε­νι­κό­τε­ρα υλι­κές πα­ρα­μέ­τρους του. Η επι­βο­λή των Πο­λι­τι­σμι­κών Σπου­δών, που επέ­φε­ρε την εξα­φά­νι­ση κλά­δων των αν­θρω­πι­στι­κών σπου­δών όπως η φι­λο­σο­φία και η ιστο­ρία ως αυ­τό­νο­μες πει­θαρ­χί­ες, η λο­γο­τε­χνία κλπ., είναι η απο­τε­λε­σμα­τι­κό­τα­τη απά­ντη­ση του δυ­τι­κού πα­νε­πι­στη­μί­ου στην ανά­γκη εμπο­ρευ­μα­το­ποί­η­σης της γνώ­σης εφό­σον το πα­κέ­το αυτό που­λά­ει πα­γκο­σμί­ως. Εκτός της «εναλ­λα­κτι­κό­τη­τάς» του είναι μο­ντέρ­νο και εύ­πε­πτο διότι μέσω μίας απο­λι­τι­κής και αντι-επι­στη­μο­νι­κής διε­πι­στη­μο­νι­κό­τη­τας είναι εξαι­ρε­τι­κά ελ­κυ­στι­κό τόσο για τους φοι­τη­τές όσο και για τους δι­δά­σκο­ντες. Στους πρώ­τους προ­σφέ­ρει την ψευ­δαί­σθη­ση ότι είναι πα­ντο­γνώ­στες εφό­σον ένα τυ­πι­κό τέ­τοιο πρό­γραμ­μα έχει λίγο από όλα, δηλ. θε­ω­ρία, λο­γο­τε­χνία, φι­λο­σο­φία, οι­κο­νο­μία, πο­λι­τι­κή. Στους δι­δά­σκο­ντες, που είναι κατά τεκ­μή­ριο «προ­ο­δευ­τι­κοί», δί­νουν το άλ­λο­θι της εναλ­λα­κτι­κό­τη­τας ενώ ταυ­το­χρό­νως εξα­σφα­λί­ζουν διε­θνείς δη­μο­σιεύ­σεις, πα­ρου­σία σε διε­θνή συ­νέ­δρια και ανα­γνώ­ρι­ση που δεν θα είχαν αν θε­ρά­πευαν ένα πιο «πα­ρα­δο­σια­κό» αντι­κεί­με­νο ή κλάδο. Ταυ­το­χρό­νως η εκρί­ζω­ση των κει­μέ­νων από το ιστο­ρι­κή στιγ­μή της πα­ρα­γω­γής τους ή μάλ­λον η «ου­δε­τε­ρι­κο­ποί­η­ση» του ιστο­ρι­κού «πλαι­σί­ου» δια της απο­σιώ­πη­σης ή υπο­βάθ­μι­σης των υλι­κών κοι­νω­νι­κών συν­θη­κών που τα γέν­νη­σαν είναι η συν­θή­κη που επι­τρέ­πει τη διε­θνή τους κυ­κλο­φο­ρία στην οι­κου­με­νι­κή αγορά. Είναι η αντί­στοι­χη ισο­πέ­δω­ση σε επί­πε­δο γεύ­σης με την επι­κρά­τη­ση του fastfood, δηλ. η προ­σφο­ρά ενός πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου πολ­τού που έχει μέσα από το μάρ­κε­τιγκ εξα­φα­νί­σει τις ιστο­ρι­κές, κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­σμι­κές ιδιαι­τε­ρό­τη­τες της «κου­ζί­νας» κάθε χώρας. Όπως λέει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ο αμε­ρι­κα­νός ακα­δη­μαϊ­κός Άντο­νι Γκρά­φτον «υπήρ­χε στη ζωή των βρε­τα­νι­κών πα­νε­πι­στη­μί­ων μια λο­γι­κή σαν αυτή του slow food, μια αί­σθη­ση αργής γευ­στι­κής από­λαυ­σης βα­σι­σμέ­νη στη γε­νι­κή πα­ρα­δο­χή ότι οι άν­θρω­ποι χρειά­ζο­νται χρόνο για να κά­νουν ένα άρθρο ή ένα βι­βλίο όσο πιο πυκνό και πλού­σιο μπο­ρούν.» Και συ­νε­χί­ζει, συ­γκρί­νο­ντας το αμε­ρι­κα­νι­κό με το παλιό βρε­τα­νι­κό πα­νε­πι­στή­μιο: «Ο E. Π. Τόμ­σον, ο Έρικ Χο­μπ­σμπά­ουμ, η Φράν­σις Γέητς, ο Πήτερ Μπερκ και πολ­λοί άλλοι ει­σή­γα­γαν νέους τρό­πους προ­σέγ­γι­σης της Ιστο­ρί­ας για τη γενιά μου. Όμως, οι βρε­τα­νοί πα­νε­πι­στη­μια­κοί πα­ρα­δέ­χο­νταν πάντα –σε αντί­θε­ση με μας, ορι­σμέ­νες φορές του­λά­χι­στον– ότι έχει ζω­τι­κή ση­μα­σία να δια­τη­ρείς και να ανα­νε­ώ­νεις τους πα­ρα­δο­σια­κούς επι­στη­μο­νι­κούς κλά­δους και μορ­φές της γνώ­σης: γλώσ­σες, ακρι­βής ερ­μη­νεία των κει­μέ­νων, των ει­κό­νων και των αντι­κει­μέ­νων, αυ­στη­ρή φι­λο­σο­φι­κή ανά­λυ­ση και επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία. Ει­δάλ­λως, η γοη­τεία των διε­πι­στη­μο­νι­κών ερ­γα­σιών δεν είναι παρά μια ανό­η­τη μόδα.»

Αυτή η «ανό­η­τη μόδα» όμως είναι ταυ­το­χρό­νως εξαι­ρε­τι­κά επι­κίν­δυ­νη διότι ση­μα­το­δο­τεί τον πο­λι­τι­σμι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό. Ο κατά Γκράμ­σι ορι­σμός της ηγε­μο­νί­ας, που είναι πλέον κλασ­σι­κός, πε­ρι­λαμ­βά­νει μία βα­σι­κή πτυχή που αφορά στην ικα­νό­τη­τα της εξου­σί­ας να γε­νι­κεύ­ει ως κα­θο­λι­κές, άρα αδιαμ­φι­σβή­τη­τες διότι «φυ­σι­κές», τις δικές της αξίες και κοι­νω­νι­κές εμπει­ρί­ες. Στη φάση του πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νου κα­πι­τα­λι­σμού που δια­νύ­ου­με η ιδε­ο­λο­γι­κή και πο­λι­τι­σμι­κή ηγε­μο­νία των ιμπε­ρια­λι­στι­κών κέ­ντρων διευ­ρύ­νε­ται με ρα­γδαί­ους ρυθ­μούς αφο­μοιώ­νο­ντας οποια­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κή, εθνι­κή και το­πι­κή ιδιαι­τε­ρό­τη­τα. Η επι­κρά­τη­ση της αμε­ρι­κα­νι­κής ακα­δη­μαϊ­κής ατζέ­ντας στις αν­θρω­πι­στι­κές και κοι­νω­νι­κές σπου­δές μέσω της ομο­γε­νο­ποί­η­σης από το διε­θνές μάρ­κε­τιγκ αν­θρώ­πων, βι­βλί­ων, συ­νε­δρί­ων, πλη­ρο­φό­ρη­σης και κυ­ρί­ως της ψευ­δο-θε­ω­ρη­τι­κής ακα­δη­μαϊ­κής ιδιο­λέ­κτου (linguafranca, δια­βα­τή­ριο για την επαγ­γελ­μα­τι­κή επι­τυ­χία) είναι στην καρ­διά της επι­κρά­τη­σης αυτού του μο­νο­πω­λί­ου της θε­ώ­ρη­σης της κοι­νω­νί­ας και του κό­σμου. Η θε­ώ­ρη­ση αυτή έχει κα­τα­φέ­ρει να ανα­γνω­ρι­στεί πα­γκο­σμί­ως ως πα­γκό­σμια πα­ρό­λο που π.χ. η έν­νοια της φυλής/ρά­τσας μπο­ρεί να έχει δια­φο­ρε­τι­κή ση­μα­σία στη Βρα­ζι­λία απ’ ότι στις ΗΠΑ, ή η «αποι­κία» ως ιστο­ρι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να είναι ανύ­παρ­κτη στην Ελ­λά­δα.

Ση­μαί­νουν όλα αυτά ότι «ταυ­το­τι­κά» αντι­κεί­με­να δεν πρέ­πει να δι­δά­σκο­νται διε­θνώς ή να γί­νο­νται αντι­κεί­με­να με­λέ­της; Η απά­ντη­ση είναι προ­φα­νώς όχι στο βαθμό που όλοι ζούμε σε μία πα­γκο­σμιο­ποι­η­μέ­νη κοι­νω­νία και ως αρι­στε­ροί άν­θρω­ποι οφεί­λου­με να εί­μα­στε κοι­νω­νοί των κοι­νω­νι­κών εμπει­ριών, αντι­θέ­σε­ων και συ­γκρού­σε­ων από τις οποί­ες προ­έ­κυ­ψαν αυτού του τύπου οι σπου­δές. Αυτή άλ­λω­στε είναι μία εξαι­ρε­τι­κά ση­μα­ντι­κή μορφή διε­θνι­σμού που εφό­σον, και μόνο τότε, ει­σά­γει τις ιδιαί­τε­ρες και υπαρ­κτές ιστο­ρι­κές, υλι­κές και τα­ξι­κές συν­θή­κες πα­ρα­γω­γής της κοι­νω­νι­κής εμπει­ρί­ας στέ­κε­ται ενα­ντί­ον και απορ­ρί­πτει τον κο­σμο­πο­λι­τι­σμό που έχει επι­βλη­θεί μέσω αυτών και έχει συ­γκρο­τή­σει μία κοινή αλλά ψευδή πο­λι­τι­σμι­κή ταυ­τό­τη­τα. Επο­μέ­νως η αφο­μοί­ω­ση της οπτι­κής της αμε­ρι­κα­νι­κής ακα­δη­μαϊ­κής «εναλ­λα­κτι­κής» ατζέ­ντας ως της μόνης και φυ­σι­κής είναι μία σο­βα­ρή συ­νη­γο­ρία στον πο­λι­τι­σμι­κό ιμπε­ρια­λι­σμό.[1]Η πο­λι­τι­κή και θε­σμι­κή ανα­γνώ­ρι­ση των δια­φο­ρε­τι­κών ταυ­το­τή­των από το κρά­τος και από τους ιδε­ο­λο­γι­κούς του μη­χα­νι­σμούς όπως το πα­νε­πι­στή­μιο είναι ανα­πό­σπα­στο δι­καί­ω­μα και εν δυ­νά­μει απε­λευ­θε­ρω­τι­κό αί­τη­μα των αντί­στοι­χων κοι­νω­νι­κών ομά­δων. Ας μην ξε­χνά­με όμως το πολύ ση­μα­ντι­κό ζή­τη­μα που επι­ση­μαί­νουν οι Bourdieu και Wacquant, δηλ. ότι «οι μορ­φές με τις οποί­ες οι άν­θρω­ποι επι­διώ­κουν να ανα­γνω­ρι­στεί η συλ­λο­γι­κή τους ύπαρ­ξη από το κρά­τος δια­φέ­ρουν ανά­λο­γα με τις δια­φο­ρε­τι­κές χρο­νι­κό­τη­τες και τό­πους σαν απο­τέ­λε­σμα της δια­φο­ρε­τι­κής ιστο­ρι­κής πα­ρά­δο­σης όπου λει­τουρ­γούν και πάντα απο­τε­λούν αγώνα στην ιστο­ρία». Αν η με­λέ­τη της κοι­νω­νί­ας και των πο­λι­τι­σμι­κών εκ­φάν­σε­ων και πα­ρα­γώ­γων απο­κο­πεί από τον ομ­φά­λιο λώρο των συ­γκρού­σε­ων που την πα­ρά­γουν τότε το απε­λευ­θε­ρω­τι­κό πρό­ταγ­μα που ενυ­πάρ­χει σε αυτήν απο­κό­πτε­ται από την πο­λι­τι­κή και τυ­πο­ποιεί­ται ως μία ηθι­κο­λο­γι­κή ανα­γνώ­ρι­ση των κα­τα­πιε­σμέ­νων ομά­δων. Αυτό προ­σφέ­ρει τη με­γα­λύ­τε­ρη δι­καί­ω­ση της νέο-φι­λε­λεύ­θε­ρης τάξης πραγ­μά­των ως αυτής που εκ­προ­σω­πεί «το γε­νι­κό καλό» που πε­ρι­λαμ­βά­νει και τις κα­τα­πιε­σμέ­νες κοι­νω­νι­κές ομά­δες.

Βι­βλιο­γρα­φία:

Bourdieu Pierre and Loic Wacquant.“On the Cunning of Imperialist Reason.”Theory, Culture and Society, 1999, vol. 16, 1. (δική μου μεταφ.)

Γκρά­φτον, Άντο­νι. «Βρε­τα­νία: τα πα­νε­πι­στή­μια ως φαστ φουντ», http://​www.​alfavita.​gr/​typos/​t21_​3_​10_​817.​php

‘Ηγκλε­τον, Τέρρυ.«Ο θά­να­τος των πα­νε­πι­στη­μί­ων» μεταφ Αλίκη Κο­συ­φο­λό­γου. Red Notebook. 25 Ια­νουα­ρί­ου 2011.

Wallerstein, Immanuel. Higher Education Under Attack. 21/3/2010

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ