Μια μάχιμη παρέμβαση κομμουνιστών με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον.
Από τη συντακτική επιτροπή του ΚΟΜΜΟΝ
Πηγή: Kommon
1. Μια πρωτοφανής συγκέντρωση πυρός συντελείται σ’ αυτές τις εκλογές-εξπρές της 20ης Σεπτέμβρη: πέντε κόμματα και οι νεοναζιστές, μια «τετρόικα» και τα διευθυντήρια Βρυξελλών, Φρανκφούρτης και Βερολίνου συμπαρατάσσονται στην υπηρεσία ενός καταστροφικού μνημονίου. Αυτή η συνεύρεση τεράτων εγκυμονεί ασφαλώς τερατογένεση, μια πιθανότατη κυβέρνηση συνεργασίας που θα κληθεί να επιβάλει τα μνημονιακά μέτρα με πονηριά, φωτιά και σίδερο. Τη ρεβάνς και τιμωρία στο ΟΧΙ της 5ης Ιουλίου.
Ωστόσο τα σχέδια είναι σχέδια και μπορεί να μείνουν στα χαρτιά, καθώς τόσο το διεθνές όσο και το εσωτερικό περιβάλλον γίνεται όλο και πιο ολισθηρό.
Οι φλόγες των πολέμων στην Ουκρανία, τη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη σπρώχνουν εκατομμύρια πρόσφυγες εντός του ευρωπαϊκού «φρουρίου». Με αποτέλεσμα να αναγεννάται ο κοινωνικός εκφασισμός σε κάθε χώρα της Ευρώπης απ’ όπου περνούν τα τρένα της μεγάλης φυγής των κολασμένων.
Η ύφεση που ακολούθησε την κρίση του 2008 επιμένει και το ενδεχόμενο επανόδου ενός νέου παγκόσμιου κρισιακού επεισοδίου είναι ορατό με ανυπολόγιστα δεινά για τον κόσμο της εργασίας. Οι ηγεμονικές χώρες της ΕΕ και κυρίως η Γερμανία, θα επιδιώξουν να ρεφάρουν τη χασούρα από την απειλούμενη νέα κρίση φορτώνοντας τα βάρη στον ευρωπαϊκό αλλά και εσωτερικό “Νότο”.
Και όσο το κοινωνικό πρόβλημα οξύνεται, τίποτα δεν μπορεί να μείνει σταθερό και αμετακίνητο, γεγονός που συνεπάγεται νέες κρίσεις της αστικής πολιτικής αλλά και κρισιακές αναταράξεις των παραλλαγών της αριστερής πτέρυγας του παραδοσιακού πολιτικού σκηνικού.
Σε τέτοιες συνθήκες τα αστικά πολιτικά εγχειρήματα στις χώρες της κρίσης και στην Ελλάδα πρώτη, είναι πιο μετέωρα και από το βήμα του πελαργού.
Το μετεκλογικό τοπίο θα είναι τόσο (και περισσότερο) ρευστό όσο και το προεκλογικό.
Με μια διαφορά. Στο μνημονιακό τόξο, για πρώτη φορά μετά το Μάϊο του 2012, θα συγκαταλέγονται και συμποσούνται κοινοβουλευτικές δυνάμεις που θα ξεπερνούν το 80%. Ενώ φαίνεται να ενισχύονται οι τάσεις προς τη Χρυσή Αυγή, και, καθώς η Αριστερά δυσκολεύεται να βρει το βηματισμό της, προς τον «αντιεξουσιαστικό» ατομισμό.
2. Τι απαντά (ή τι θα έπρεπε να απαντά) η Αριστερά;
Το πρωταρχικό και καθοριστικό, αλλά και ρεαλιστικό, είναι η υπεράσπιση των άμεσων αναγκών της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Η δραματική προσπάθεια αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης και των σωρευτικών επιπτώσεων στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Και ταυτόχρονα η ανύψωση της συνείδησής τους στο επίπεδο της βαθύτερης πολιτικής στόχευσης, της συνολικής κοινωνικής απελευθέρωσης, που δεν μπορεί παρά να είναι δικό τους έργο.
Όσο συνασπίζονται οι αστικές δυνάμεις τόσο η πολιτική συγκέντρωσης δυνάμεων από το χώρο της εργασίας και του πνεύματος θα γίνεται δραματικά αναγκαία για την αντιμετώπισή τους.
Επομένως κριτήριο της προσπάθειας είναι η προώθηση και των τριών βασικών στόχων:
– ενίσχυση και αναγέννηση του εργατικού κινήματος.
– μετωπική συγκέντρωση των δυνάμεων της ανατρεπτικής Αριστεράς.
– προώθηση της υπόθεσης της κομμουνιστικής Αριστεράς του 21ου αιώνα.
Μόνο έτσι το εργατικό και λαϊκό κίνημα μπορεί να επιβάλει μια πρώτη νίκη, να επιφέρει ουσιαστική ήττα στην κανιβαλική πολιτική του αστικού συνασπισμού εξουσίας, να προωθεί επομένως έμπρακτα τη συνολική αντικαπιταλιστική ανατροπή της αστικής επίθεσης.
Από αυτή την κατανόηση των κινδύνων και των απειλών, από τις εμπειρίες των μικρών νικών και των μεγάλων υποχωρήσεων, από την ανάγκη επανεμφάνισης του εργατικού κινήματος στην πολιτική πάλη, απορρέει η ανάγκη μιας συμμαχίας και κοινής δράσης στο μαζικό κίνημα, αλλά και στην πολιτική, όλων των δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ και της ΛΑ.Ε., με όλες τις διαφορές και με την αυτοτέλειά τους, ώστε να αντιμετωπιστεί από κοινού και νικηφόρα η προετοιμαζόμενη μετεκλογική επίθεση.
Η συνείδηση και η πρακτική των εργαζομένων δεν είναι ομοιόμορφη και δεν είναι κατ’ ανάγκην επαναστατική, μερικές φορές ούτε καν προοδευτική. H αστική πολιτική που συνοδεύει την κρίση και αυτή η ανισόμετρη κίνηση των συνειδήσεων είναι τελικά η πηγή μιας χωρίς προηγούμενο ρευστότητας, απρόβλεπτων, ασυνεχών, απότομων ανακατάξεων σε όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς.
Είναι αυτή που υπαγορεύει την ανάγκη μιας ουσιαστικής και σταθερής μετωπικής πολιτικής. Που ανατροφοδοτεί τόσο την ανάγκη πολιτικών κινήσεων με ευρύτατους αποδέκτες όσο, ταυτόχρονα, και την αυτοτελή παρουσία μιας σύγχρονης εργατικής, δηλαδή επαναστατικής, προγραμματικής πρότασης.
Όποιος παραιτείται από αυτή την ανάγκη παραιτείται αυτομάτως από κάθε επαναστατική προοπτική, όσο κι αν μιλάει εξ ονόματός της.
3. Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ και η συγκρότηση της ΛΑ.Ε. δημιουργεί νέα δεδομένα. Είναι, ωστόσο, αποτέλεσμα της δυναμικής που διαμορφώνει η λαϊκή πίεση, αλλά εκφράζει και το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
Συνιστά έναν ρεφορμιστικό πόλο που εμπεριέχει ποικίλων αποχρώσεων δυνάμεις, οι οποίες συγκρούονται, ενοποιούνται και χωρίζουν, προσπαθώντας να προσδώσουν, κάθε μία, τα δικά τους χαρακτηριστικά στο υπό διαμόρφωση κόμμα.
Οι κυρίαρχες τάσεις, όπως επιβεβαιώνουν καθημερινά τα γεγονότα, δίνουν στο κόμμα-μέτωπο αρχηγικά χαρακτηριστικά, περιορίζουν τη συλλογική επεξεργασία των αποφάσεων, μειώνουν τις ριζοσπαστικές επιλογές του προγράμματος προβάλλοντας τα αντιμνημονιακά, “πατριωτικά” στοιχεία, εμφορούνται από την εκλογική αγωνία που προσπαθεί να κολακέψει όλους τους ψηφοφόρους.
Αυτοί είναι οι λόγοι που εξηγούν την άρνησή της ηγεσίας της, κατά τη διαπραγμάτευση με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να υπάρχει μια σαφέστερη διατύπωση για σύγκρουση-ρήξη με την ΕΕ αλλά και το όνομα ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον τίτλο, ώστε να επιτευχθεί η εκλογική συνεργασία.
Αλλά επίσης πρέπει να υπογραμμιστεί πως ενώ το ρεφορμιστικό εγχείρημα είναι ανοιχτό προς την αστική και μικροαστική επιρροή (και ως ρεφορμιστικό πιο ανοιχτό σε αυτήν) είναι επίσης ανοιχτό και προς τη ριζοσπαστική επιλογή.
4. Η επικινδυνότητα των μετεκλογικών εξελίξεων επέβαλλε την ανάγκη διερεύνησης μιας εκλογικής συνεργασίας και των τριών αριστερών δυνάμεων (ΚΚΕ, ΛΑ.Ε., ΑΝΤΑΡΣΥΑ) που θα επιδρούσε πολλαπλώς, ειδικά σε αυτή την ιστορική φάση, όπου η αστική τάξη και η ευρωκρατία επιδιώκουν να περιθωριοποιηθεί η Αριστερά και ειδικά κάθε δύναμη κομμουνιστικής αναφοράς.
Το 2010-2012, το ΚΚΕ, τα αριστερά τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΝΑΡ, δεν κατανόησαν την ιστορική ευκαιρία και δεν μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια μετωπική γραμμή ικανή να συσπειρώσει σε ένα ταξικό εργατικό και λαϊκό κίνημα ανατροπής μάζες που ριζοσπαστικοποιούνταν. Το κενό τότε αξιοποίησε οπορτουνιστικά η κεντροδεξιά πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ.
Τώρα, κι ενώ έχουν αλλάξει τόσο οι συνθήκες, μια δεύτερη μεγάλη ευκαιρία δόθηκε. Και χάνεται. Κι εμείς, χαμογελώντας με αυτοπεποίθηση (;) χαιρετάμε τα τρένα που περνούν.
Ήταν ρεαλιστική η δυνατότητα να συγκροτηθεί ένα σχήμα εκλογικής συνεργασίας, μεταξύ ΛΑ.Ε., ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων ριζοσπαστικών δυνάμεων και κινήσεων, αγωνιστών που προέρχονται από το ΚΚΕ, άλλων ανένταχτων αγωνιστών, με επαρκές πολιτικό πλαίσιο συμφωνίας, πλήρη ανεξαρτησία και αυτοτελή εκλογική παρέμβαση των συνεργαζόμενων, ονομασία που να εκπροσωπεί το περιεχόμενο αλλά και την ισοτιμία και απάντηση στο ερώτημα «ποια είναι η εναλλακτική λύση» στην ευρω-τρομοκρατία για λογαριασμό των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και αναγκών. (Άρα να υπάρχει σαφήνεια στη διατύπωση για έξοδο από το ευρώ και να υπερβαίνει τη λογική εναντίωσης στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές της ΕΕ, ώστε να «νομιμοποιείται» η προβολή του συνολικού στόχου για αντικαπιταλιστική διεθνιστική αποδέσμευση από την ΕΕ).
Μια τέτοια συνεργασία δεν θα ήταν η ανακάλυψη της φιλοσοφικής λίθου αλλά θα συνιστούσε νέα πραγματικότητα σε ένα κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον με νέα χαρακτηριστικά. Όσοι ανιστόρητα φέρνουν το ’89, και τις τότε προς τα δεξιά αστικές συμμαχίες της Αριστεράς, στο σήμερα, πρέπει να καταλάβουν τα ουσιαστικά διαφορετικά δεδομένα – εκτός κι αν δεν έχουν σημασία τα δεδομένα παρά μόνο οι συμβολισμοί.
Ωστόσο, το δραματικό δεν είναι η τωρινή αποτυχία όσο η έλλειψη κατανόησης της ανάγκης για μια μετωπική προσπάθεια και του αντίστοιχου συναγωνιστικού πολιτισμού με σκοπό την ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος.
5. Στην αντικαπιταλιστική Αριστερά υπάρχουν δυο διαφορετικές επιλογές στο ζήτημα της συνεργασίας.
Υπάρχει η αντίδραση κάποιων δυνάμεων (ΑΡΑΝ, ΑΡΑΣ, Κομμουνιστική Ανασύνταξη) οι οποίες επιζητούσαν την πάση θυσία συνεργασία ως απάντηση στα πολιτικά αδιέξοδα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Έσπευσαν να συνταχθούν πριν ακόμα διαπραγματευτούν τις προϋποθέσεις, αδυνατίζοντας εξαιρετικά τις διαπραγματευτικές δυνατότητες τόσο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ εν συνόλω όσο και τις δικές τους.
Υπάρχει η αντίδραση εκείνων που έσπευσαν να πάρουν αποστάσεις και ουσιαστικά να υπονομεύσουν την οποιαδήποτε δυνατότητα:
Η ηγεσία του ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή ύψωσε τη θεωρία του αναχώματος, που η αστική τάξη στήνει μέσω της ΛΑ.Ε, ώστε να περιορίσει την επιρροή του Κόμματος στις λαϊκές μάζες.
Και σήμερα υποστηρίζει πως το δίλημμα που θα πρέπει να απαντήσουν οι ψηφοφόροι είναι σε ποιον θα ανήκουν τα μέσα παραγωγής, ένα πρόβλημα όμως που μπορεί να λύσει, και μάλιστα όχι αμέσως, μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση.
Η πλειοψηφία της Π.Ε. του ΝΑΡ επέλεξε πορεία άρνησης της συνεργασίας στο όνομα του ρεφορμιστικού χαρακτήρα της ΛΑ.Ε. Σε μια λογική που λέει πως η ΛΑ.Ε είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του 2012 (το ότι είχε διαφορετική κοινωνική και πολιτική σύνθεση, διαφορετικό πρόγραμμα και διαφορετικό ιστορικό φορτίο δείχνει να μη λαμβάνεται υπόψη).
Η ηγεσία του ΣΕΚ λιγότερο από ένα χρόνο πριν καταψήφιζε ως ανεπαρκές το πρόγραμμα συνεργασίας ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΜΑΡΣ, το ίδιο πρόγραμμα, χειρότερο στη διατύπωση για την ΕΕ, βρήκε επαρκές για συνεργασία με τη ΛΑ.Ε. Τελικά όμως, για δευτερεύοντες λόγους έγειρε κατά της συνεργασίας.
Θα μπορούσε να είχαν γίνει αλλιώς τα πράγματα;
Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με ασφάλεια. Μόνο με υποθέσεις, καθώς μιλάμε για τα αποτελέσματα μιας μάχης που δεν δόθηκε.
Η ίδια η μάχη όμως, έγκαιρα και με αυτοπεποίθηση, για τη συγκέντρωση δυνάμεων πάνω σε ένα σφιχτοδεμένο πρόγραμμα, θα έδινε την πρωτοβουλία των κινήσεων στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θα προσέλκυε ριζοσπαστικές δυνάμεις που φεύγουν από το ΣΥΡΙΖΑ, θα διαμόρφωνε μια νέα δυναμική.
6. Ακόμα κι αν σπρώχνουμε κάτω από το χαλί τα δυσάρεστα, έχουν τεθεί αμείλικτα ερωτήματα τα οποία συζητούνται ήδη με ένταση και οδηγούν σε εξελίξεις.
Η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ διαλύθηκε.
Ορισμένες δυνάμεις και πρόσωπα μπαίνουν στη ΛΑΕ με τα ερωτήματά τους και υπό προθεσμία.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διασπάστηκε και εντός του τμήματος που προσχώρησε στη ΛΑ.Ε. αλλά και στο τμήμα που παραμένει αναπτύσσεται ένας έντονος προβληματισμός, εκφραζόμενος ποικιλοτρόπως.
7. Η όλη κατάσταση προδίδει τις στρατηγικές (και εν συνεχεία πολιτικές) ανεπάρκειες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι οποίες εν πολλοίς ορίζουν την πολιτική τακτική, την οργάνωση, αλλά και την ανθρώπινη συμπεριφορά. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το πρόβλημα είτε το διαπιστώνεις και το υπερβαίνεις δημιουργικά και σε ένα ανώτερο επίπεδο, είτε προσποιείσαι πως δεν υπάρχει κι έτσι πολλαπλασιάζεις τα αδιέξοδα σε κάθε φάση και κάθε ιστορική πρόκληση, οδηγώντας ανθρώπους στην απογοήτευση και στην αποστράτευση.
Η έλλειψη σαφούς στρατηγικής στόχευσης οδηγεί σε διλήμματα του τύπου ή συμμαχία με τους ρεφορμιστές που είναι πολιτικαντισμός και υποταγή ή μόνοι μας με μια φαντασιακή επανάσταση.
Οδηγεί στην ασαφή αντίληψη της σχέσης μεταρρύθμισης και επανάστασης στις σύγχρονες συνθήκες απόλυτης κυριαρχίας των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και ακυρώνει την ανάγκη επεξεργασμένης τακτικής και πολιτικών πρωτοβουλιών.
Αυτή την άποψη ακολουθεί το ΚΚΕ και το συνοδεύουν τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ και συνολικά της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Αυτό εκφράζεται με την προβολή των στρατηγικών στόχων στη θέση της τακτικής, οι οποίοι αδρανοποιούν το εργατικό κίνημα, καθώς προβάλλουν ως ανέφικτοι στο παρόν, εμποδίζοντας και την προώθηση των στρατηγικών στόχων.
Αυτό εκφράζεται και με τον κλασικό οικονομισμό, ο οποίος θεωρεί πως αφού υπάρχουν κοινωνικά τμήματα που σαρώνονται και δεν έχουν να χάσουν τίποτα, αρκεί εσύ να δώσεις πολιτική έκφραση στα αιτήματά τους, για να πολλαπλσιάσεις την επιρροή σου.
Σαν να λέμε, αν δημιουργούσαμε ένα κόμμα των ανέργων θα μπορούσε να πάρει 25%.
Αντί όμως να προσπαθούμε να αποδείξουμε πως ο ρεφορμισμός είναι κάτι αρνητικό για το λαϊκό κίνημα και κακή παρέα, μήπως θα έπρεπε να δουλέψουμε στην κλασική λενινιστική πολιτική αντίληψη των συμμαχιών, δηλ. υπό ποιους όρους και κάτω από ποιες προϋποθέσεις η συμμαχία με το ρεφορμισμό μπορεί να καθίσταται επωφελής για το εργατικό-επαναστατικό κίνημα;
Αντί να κάνουμε ενέσεις υπερηφάνειας για τη μοναχική και αδιέξοδη πορεία μας, να συζητήσουμε για το πώς θα βγούμε στο προσκήνιο των αγώνων και της πολιτικής ζωής προς όφελος της εργατικής τάξης!
8. Τώρα είναι μπροστά μας η εκλογική μάχη η οποία πρέπει να δοθεί και θα δοθεί.
Όλες οι δυνάμεις και ρεύματα κομμουνιστικής προοπτικής και μετωπικής λογικής πρέπει να δώσουν αυτή τη μάχη με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, με γνώση της ρεβανσιστικής επίθεσης που έρχεται, με στόχο την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καταδίκη των εκφραστών της, δηλαδή, των πέντε μνημονιακών κομμάτων (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, ΝΔ, Ποτάμι, ΠΑΣΟΚ), αλλά και της Χρυσής Αυγής, καθώς και των διαφόρων επικίνδυνα «γραφικών» νεοφιλελεύθερων κατασκευασμάτων τύπου «Λεβέντη». Με την πεποίθηση ότι χρειάζεται να ενισχυθούν όλα τα αριστερά ψηφοδέλτια και οι δυνάμεις που εναντιώνονται, με διάφορους τρόπους, στη συνασπισμένη ευρωμνημονιακή επίθεση, που στοχεύουν με τη δική τους στρατηγική και τακτική στην ενίσχυση του εργατικού λαϊκού κινήματος (ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΚΚΕ, ΛΑΕ και άλλα). Η αποχή και το άκυρο δεν βοηθούν.
Ιδιαίτερα να ενισχυθούν οι δυνάμεις που στοχεύουν στη στρατηγική επανεκκίνηση της εργατικής, επαναστατικής Αριστεράς του 21ου αιώνα, που κινούνται προς ένα πρόγραμμα τακτικής με αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, με σαφείς αντι-ΕΕ θέσεις, που διαθέτουν μετωπική λογική και σταθερότερο προσανατολισμό στην ενωτική ανασυγκρότηση του μαζικού κινήματος.
Αυτή η κατεύθυνση δεν είναι πουθενά τόσο επαρκής όσο θα έπρεπε, αλλά είναι, διακηρυκτικά έστω, πιο συγκροτημένη και πιο ζωντανή στο πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με όλες τις αντιφάσεις, τις ανεπάρκειες και τα λάθη της.
9. Το θέμα, όμως, της μετωπικής πολιτικής, της τακτικής και της στρατηγικής μιας Αριστεράς του 21ου αιώνα έχει ανοίξει και μετά τις εκλογές θα κληθούμε να δώσουμε απαντήσεις.
Μπαίνει στην ημερήσια διάταξη η ανάγκη του κομμουνιστικού κόμματος της εποχής μας. Οι δυνάμεις που μιλούν εξ ονόματος του κομμουνιστικου οράματος, καλούνται να δώσουν κρίσιμες απαντήσεις και σε προγραμματικό και σε πολιτικό επίπεδο. Φυσικά η συγκρότηση ενός κομμουνιστικού κόμματος δεν είναι υπόθεση που κλείνει αν δηλώσουν κάποιοι άνθρωποι ή δυνάμεις τη θέλησή τους. Θα χρειαστεί κόπο, επεξεργασίες και πολλαπλές προσπάθειες, υπερβάσεις ιδιοκτησιών, πνευματικών και υλικών, πνεύμα ενότητας αλλά και κριτικής αντιπαράθεσης. Με όχι εξασφαλισμένο το θετικό αποτέλεσμα. Αλλά η διαδικασία αυτή πρέπει να αρχίσει και πρέπει να υπηρετηθεί από ανθρώπους που είναι – και όχι μόνο δηλώνουν – αποφασισμένοι να συνεισφέρουν με συνέπεια αυτή την υπόθεση.
Γίνεται αναγκαία η παρουσία ενός μάχιμου ρεύματος προβληματισμού, παρέμβασης και διαλόγου για την κομμουνιστική ανασυγκρότηση, που θα ενθαρρύνει και θα ενώνει δυνάμεις σε ένα «κίνημα κομμουνιστών της εποχής μας», προς το αντίστοιχο πρόγραμμα και κόμμα, όχι ανταγωνιστικά, αλλά συμπληρωματικά με τις υπάρχουσες.
Το ΚΟΜΜΟΝ θα έχει ουσιαστική συμβολή σε αυτή την προσπάθεια.