Ρωτήστε οποιονδήποτε δυτικό διπλωμάτη, που ασχολείται με θέματα Μέσης Ανατολής, τι σημαίνει ο όρος «το όπλο του πετρελαίου» και θα σας απαντήσει ότι είναι η προσπάθεια των πετρελαιοπαραγωγών χωρών του Περσικού Κόλπου να επηρεάσουν τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ παρεμβαίνοντας στις διεθνείς τιμές του πετρελαίου – άλλοτε, δηλαδή, μπλοκάροντας τη ροή του μαύρου χρυσού και άλλοτε τροφοδοτώντας την αγορά με μεγάλες ποσότητες προκειμένου να ρίξουν κατακόρυφα τις τιμές. Αυτό τουλάχιστον ίσχυε από την μεγάλη πετρελαϊκή κρίση του 1973 μέχρι πριν από μερικά χρόνια, όταν η Σαουδική Αραβία έδειξε ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει το «όπλο του πετρελαίου» όχι εναντίον των ΗΠΑ αλλά σε συνεργασία μαζί της.
Όπως είχαμε εξηγήσει από τον περασμένο Μάρτιο, μετά την επίσημη επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου Μπαράκ Ομπάμα στο Ριάντ, κυκλοφορούσαν έντονες φήμες ότι οι δυο χώρες σχεδίαζαν να «πνίξουν» την διεθνή αγορά ενέργειας στο πετρέλαιο προκειμένου να ρίξουν τις τιμές έως και κατά 12 δολάρια το βαρέλι και έτσι να πλήξουν οικονομικά τη Ρωσία. Στο συγκεκριμένο σχέδιο είχε αναφερθεί ακόμη και ο Τζορτζ Σόρος, κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο Βερολίνο ενώ ο Φίλιπ Βέρλεγκερ, πρώην σύμβουλος των κυβερνήσεων Φόρντ και Κάρτερ υπολόγιζε ότι και μόνο οι ΗΠΑ να έριχναν ημερησίως στην αγορά 500.000 βαρέλια από τα στρατηγικά τους αποθέματα το οικονομικό κόστος για τη Μόσχα θα άγγιζε τα 40 δισεκατομμύρια δολάρια ή το 2% της ρωσικής οικονομίας. Ανάλογο πλήγμα όμως θα δεχόταν και η οικονομία του Ιράν.
Στόχος μιας τέτοιας επιχείρησης, σύμφωνα τουλάχιστον με το σχετικό σενάριο, θα ήταν να χτυπηθούν οι δυο βασικοί πυλώνες που στήριζαν το καθεστώς της Συρίας, δηλαδή η Μόσχα και η Τεχεράνη και έτσι να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή του Ασαντ. Παρά το γεγονός ότι το Ιράν, υπό την ηγεσία του φιλοδυτικού Ρουχανί, δεν προσέφερε στη Συρία την στήριξη που ανέμενε κανείς πριν από λίγα χρόνια και ενώ η Ρωσία δεν κλιμάκωσε την αντιπαράθεση για το ίδιο θέμα, οι δυο χώρες παρέμεναν το βασικότερο αγκάθι στα μάτια της Σαουδικής Αραβίας.
Το τουρκικό πρακτορείο Ανατολή όμως, υποστήριξε πριν από μερικές ημέρες ότι αυτό που αποτελούσε ένα υποθετικό σχέδιο επί χάρτου άρχισε να γίνεται πραγματικότητα. Μιλώντας στους Τούρκους δημοσιογράφους, ο Ρασίντ Ανμπάμι, πρόεδρος του σαουδαραβικού κέντρου «Πετρελαϊκής Πολιτικής και Στρατηγικών Μελετών» δήλωσε ότι το Ριάντ θα αρχίσει να πουλά πετρέλαιο σε τιμές 50 και 60 δολαρίων τα βαρέλι στις αγορές της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Ο ίδιος υποστήριξε ότι ήταν η παρέμβαση της Σαουδικής Αραβίας που έριξε τις διεθνείς τιμές από τα 115 στα 92 δολάρια το βαρέλι σε διάστημα τριών μηνών. Με δεδομένο ότι η ρωσική κυβέρνηση είχε στηρίξει τον φετινό της προϋπολογισμό στην υπόθεση ότι η τιμή θα κυμαίνονταν στα 100 δολάρια το βαρέλι, η μείωση σημαίνει σημαντικές απώλειες εισοδήματος.
Αν και οι σχετικές εκτιμήσεις μένει να επιβεβαιωθούν (και ενώ το Ριάντ θα υποστηρίζει επισήμως ότι η μείωση της τιμής δεν γίνεται για πολιτικούς λόγους αλλά με στόχο την ανάπτυξη σε νέες αγορές) μια σειρά σχετικών ειδήσεων έρχονται να ενισχύσουν τα σχετικά σενάρια. Όπως ανέφερε προ ημερών η Wall Street Journal, την ίδια στιγμή που η Σαουδική Αραβία ρίχνει τις τιμές του μαύρου χρυσού επιβάλει στους πελάτες της μια πολύ επιθετική πολιτική αναγκάζοντάς τους να εγγυηθούν ότι θα αγοράσουν το σύνολο της ποσότητας στη συμφωνημένη τιμή. Στο παρελθόν το βασίλειο των Σαούντ προσέφερε στα διυλιστήρια ένα ποσοστό 10% διαπραγμάτευσης στην αρχικά συμφωνημένη τιμή. Βασικό θύμα της νέας πολιτικής, σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, θα είναι η αγορά της Ευρώπης στην οποία θα επιβληθούν οι νέοι όροι.
Η Σαουδική Αραβία δηλαδή φαίνεται ότι επιχειρεί να διασφαλίσει την δική της απώλεια κερδών από την πτώση των τιμών επιβάλλοντας στους πελάτες τους την αγορά μεγαλύτερων ποσοτήτων και με πολύ αυστηρότερους όρους.
Θεωρείται δεδομένο ότι οι σχετικές κινήσεις του Ριάντ γίνονται αν όχι σε απόλυτη συνεργασία τουλάχιστον εν γνώσει των Ηνωμένων Πολιτειών η οποία έστειλε στην περιοχή αρχικά τον πρόεδρο Ομπάμα και πολύ πιο πρόσφατα τον υπουργό Εξωτερικών Τζον Κέρι. Βασικος στόχος των επισκέψεων ήταν να γεφυρωθεί το χάσμα που είχε προκύψει όταν οι ΗΠΑ ανέβαλαν τα σχέδια εισβολής στη Συρία. Ως γνωστόν το Ριάντ δεν μπορούσε να κρύψει την οργή του για αυτή την απόφαση αλλά και για την διπλωματική «αντάντ» που έχει συνάψει η Ουάσιγκτον με την Τεχεράνη.
Το πρώτο «αντάλλαγμα» που φέρεται να έλαβε το Ριάντ από τις επαφές με τον Τζον Κέρι είναι το δικαίωμα να συνεχίζει να εκπαιδεύει και να εξοπλίζει ακραίες δυνάμεις που μάχονται το καθεστώς Ασαντ – πρόκειται για την ίδια διαδικασία μέσω της οποίας δημιουργήθηκε το κίνημα τζιχαντιστών του ISIS με την ανοχή και την γενικότερη εποπτεία αμερικανικών υπηρεσιών όπως η CIA. Σε αυτό το πλαίσιο είναι μάλλον απλουστευτικό να υποθέσει κανείς ότι οι δυο χώρες δεν συζήτησαν και την πολιτική τους στις αγορές ενέργειας η οποία ενισχύει τα αμερικανικά συμφέροντα και σε οικονομικό επίπεδο αλλά κυρίως σε πολιτικό λόγω των πιέσεων που ασκούνται στη Μόσχα.
Η Σαουδική Αραβία θέτει πλέον ως προτεραιότητα οποιασδήποτε συνεργασίας της με ξένες χώρες να δεσμευτούν για την ταχύτερη δυνατή ανατροπή του καθεστώτος Ασάντ με κάθε κόστος. Και αν οι προηγούμενες προσπάθειες είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός τέρατος, όπως το ISIS, κανένας δεν μπορεί αν εγγυηθεί ότι αυτό το λάθος δεν θα επαναληφθεί.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Σεπτέμβριος 2014