Του Κώστα Μάρκου για το Kommon
Η πρόεδρος της Βουλής, Ζωή Κωνσταντοπούλου, την Τρίτη 17 Μαρτίου 2015, με συνέντευξη Τύπου, ανακοίνωσε τη σύσταση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το δημόσιο χρέος της Ελλάδας, μαζί με την ευρωβουλευτή Σοφία Σακοράφα και τον γνωστό βέλγο οικονομολόγο και μαχητή κατά του χρέους, Ερίκ Τουσέν. Ποια πρέπει να είναι η στάση του λαϊκού κινήματος, της μαχόμενης Αριστεράς, των ριζοσπαστών οικονομολόγων και διανοουμένων απέναντι σε αυτή την Επιτροπή;
Πριν απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα είναι αναγκαίο να εκτιμήσουμε, ότι στη νέα ιστορική φάση στην οποία έχουμε εισέλθει μετά την 25η Ιανουαρίου και την αλλαγή κυβέρνησης, ανάλογα ερωτήματα για τη συμμετοχή ή όχι σε κρατικές, ημικρατικές, κοινοβουλευτικές ή μισοκοινοβουλευτικές επιτροπές, θα τίθονται και θα αναζητούν απαντήσεις με μεγαλύτερη συχνότητα, σε σχέση με το παρελθόν. Διότι, μια ουσιώδης διαφορά των μικροαστικών κομμάτων και κυβερνήσεων αριστερής καταγωγής και λαϊκής βάσης από τα καθαρόαιμα αστικά κόμματα και τις κυβερνήσεις τους είναι ότι τα πρώτα χρησιμοποιούν πιο συστηματικά τη συμμετοχή εργατικών εκπροσώπων σε τέτοια όργανα λόγω της διπλής αντιφατικής φύσης τους: για να επικοινωνούν αλλά και για να ηγεμονεύουν πάνω στην όποια εργατική και λαϊκή βάση τους.
Ταυτόχρονα, η άνοδος της επιρροής της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γενικότερα της αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς, όσο κι αν αυτή δεν εκφράστηκε ολοκληρωμένα εκλογικά, αναγκάζει την αστική και μικροαστική πολιτική να την υπολογίζει, έτσι ώστε να δίνει την αναγκαία επίφαση δημοκρατίας αλλά και για να επιδιώκει την ενσωμάτωσή της. Στις νέες συνθήκες, η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να πάρει πιο σοβαρά τον εαυτό της, τουλάχιστον τόσο σοβαρά όσο και οι αντίπαλοί της.
Για να απαντήσουμε, λοιπόν, στο ερώτημα της στάσης απέναντι στη συγκεκριμένη Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου, χρειάζεται πρώτα να εξετάσουμε το ζήτημα της συμμετοχής ή όχι και εάν ναι, με ποιους όρους, γενικά σε τέτοια όργανα. Και έπειτα, να εξετάσουμε ειδικά το χαρακτήρα της συγκεκριμένης Επιτροπής: ποιοι είναι οι σκοποί, ο τρόπος συγκρότησης και λειτουργίας της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, όπως αυτοί ορίστηκαν από τους ίδιους τους ιδρυτές της, καθώς και τη σχέση της με την κυβέρνηση και τα άλλα κόμματα.
Καμμιά συμμετοχή για «λόγους αρχών», ή συμμετοχή «χωρίς όρους»;
Η κυρίαρχη αναρχική – αντιεξουσιαστική ιδεολογία και πρακτική (η κυρίαρχη, όχι όλες), ισχυρίζεται ότι για «λόγους αρχών», το εργατικό κίνημα πρέπει να αρνείται παντού και πάντα τη συμμετοχή εκπροσώπων του σε κρατικά όργανα. Η στάση αυτή έχει σαν αφετηρία τη βασικά μικροαστική ταξική αναφορά του αναρχικού ρεύματος και εφορμά από τη θεωρητική και στρατηγική αντίληψή του, ότι το κράτος είναι η κύρια αιτία για την εκμετάλλευση και όχι το αντίστροφο, όπως κατέδειξε ο μαρξισμός. Αρνούμενοι κατά συνέπεια την ταξική πολιτική πάλη, οι αναρχικοί περιορίζονται συχνά στην οικοδόμηση «καθαρών» νησίδων («μη εμπορευματοποιημένων», όπως συχνά λένε), στην «πίσω αυλή» του κράτους, ακόμη και των σχέσεων εκμετάλλευσης. Για αυτό κινούνται στη λογική «να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία» και, στην πράξη, αρνούνται την επανάσταση. Επηρεασμένα από αυτή τη λογική, ορισμένα ρεύματα ή δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς κρατούν την ίδια στάση.
Στον αντίποδά τους (φαινομενικά), αναπτύσσεται η επίσης μικροαστική (αλλά κι εργατική) ρεφορμιστική ή διαχειριστική αντίληψη και πρακτική: η αναγόρευση της συμμετοχής σε κρατικά όργανα παντού και πάντα, ως «θέση αρχής». Η πρακτική αυτή εφορμά από τη στρατηγική αντίληψη ότι η κοινωνική αλλαγή και ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» θα έρθει σαν αποτέλεσμα σταδιακής κατάληψης θέσεων μέσα στο αστικό κράτος, χωρίς επανάσταση, χωρίς το τσάκισμα και την αντικατάσταση της αστικής κρατικής μηχανής από το εργατικό κράτος. Επί της ουσίας, όσο κι αν φαίνονται απολύτως εχθρικά, τα αναρχικά και ρεφορμιστικά ρεύματα αποτελούν συγκοινωνούντα δοχεία, που συνδέονται μεταξύ τους μέσω της μη διαλεκτικής και ιστορικής αντιμετώπισης του κράτους και συγκλίνουν, από διαφορετικούς δρόμους, στην άρνηση της επανάστασης και της κατάκτησης της εξουσίας.
Παραλλαγή του ρεφορμισμού είναι και η αντίληψη από την οποία διέπονται ρεύματα όπως αυτό του κυρίαρχου τμήματος της ηγεσίας του ΚΚΕ, τα οποία αντιμετωπίζουν το κράτος φετιχιστικά (συχνά σε «μονοκομματική» μορφή). Αυτά τα ρεύματα αντιμετωπίζουν το κράτος σαν το κύριο, αν όχι σαν το μοναδικό «εργαλείο» για τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων μετά την επανάσταση. Έτσι, υποβαθμίζεται η συνολική εργατική ταξική πάλη -που συνεχίζεται στη μεταβατική περίοδο μετά την επανάσταση- σε όλα τα πεδία και πρώτα από όλα στην παραγωγή, αλλά και στην κατανάλωση, τη διανομή, τον πολιτισμό. Αυτή η αντίληψη, στην πράξη, κινείται ανάμεσα στα δυο άλλα ρεύματα: ανάμεσα στη δογματική «καθαρή» απομόνωση (π.χ., στην τελευταία περίοδο) και στην οπορτουνιστική ενσωμάτωση (π.χ., από το 1980 μέχρι το 1993).
Η μη ταξική και χωρίς αρχές οπορτουνιστική συμμετοχή σε κρατικές επιτροπές και όργανα ήταν και είναι ένας από τους δρόμους ενσωμάτωσης και εξαγοράς εκπροσώπων του εργατικού και λαϊκού κινήματος, της Αριστεράς, ακόμη και της επαναστατικής. Ήταν και είναι ένας από τους δρόμους για τη δημιουργία της εργατικής γραφειοκρατίας. Σε καιρούς μεγάλης κρίσης, ανεργίας και φτώχειας, όπως τώρα, ο πειρασμός για βόλεμα σε «ζεστές θεσούλες» του κράτους και των επιχειρήσεων –κι αυτές είναι χιλιάδες- μεγαλώνει.
Ήδη, πλειάδα εργατικών και λαϊκών αγωνιστών του ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και από την αριστερή αντιπολίτευσή του, στελεχώνει με ταχύτητα τις «ζεστές θεσούλες». Με τη σειρά τους, οι περισσότεροι από αυτούς θα μετασχηματιστούν σε «κρατικοποιημένους» φορείς της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής που δρουν μέσα στις εργατικές και λαϊκές οργανώσεις. Άμεσα και σαν πρώτο βήμα, μετατρέπονται σε φορείς ενός ρεύματος που αναπτύσσεται μέσα στο εργατικό και λαϊκό κίνημα και που υποστηρίζει αναφανδόν την κυβέρνηση και δικαιολογεί κάθε επιλογή της. Που κατακεραυνώνει όσους ασκούν ακόμη και καλοπροαίρετη κριτική στην κυβέρνηση ως «σεχταριστές» και «συνοδοιπόρους» της τρόικας ή της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ. Που καλεί σε «δημιουργικές προτάσεις» και σε «αναμονή», που προτείνει, διαρκώς και δια πάσα νόσο, «εθνικά συμβούλια». Η αντικαπιταλιστική Αριστερά και το ταξικό εργατικό κίνημα πρέπει να αντισταθούν πολιτικά, θεωρητικά και οργανωτικά σε αυτό το ρεύμα.
Γενικότερα, όμως, η αστική τάξη και το κεφάλαιο για να περνούν την ιδεολογία και την πολιτική τους στους εργαζόμενους, εκτός από την «αυθόρμητη» λειτουργία των σχέσεων εκμετάλλευσης στην άμεση παραγωγή, οργανώνουν την πολυποίκιλη παρέμβασή της, όχι μόνο μέσω των δικών τους οργάνων και «θεσμών» (κυβέρνηση, κρατικά όργανα, δικαστικό σύστημα, εργοδοτικές οργανώσεις, εκπαίδευση, εκκλησία, ΜΜΕ κ.α.), αλλά και κατευθείαν μέσα στις εργατικές και λαϊκές οργανώσεις: στα συνδικάτα και τους λαϊκούς φορείς, μέσω των παρατάξεών τους, στις πολιτικές εργατικές οργανώσεις μέσω της προβολής των πιο «φιλικών» προς αυτούς προσώπων και πολιτικών ή της απαξίωσης των πιο εχθρικών, μέσω της διείσδυσης πρακτόρων τους κ.λπ. Αυτή η γενικότερη πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική διείσδυση της αστικής τάξης στις εργατικές οργανώσεις πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους επαναστάστες κομμουνιστές και τους αντικαπιταλιστές με όλες τις μορφές, πάνω από όλα με την αντίστοιχη εργατική και επαναστατική μαζική πολιτική.
Η εργατική «αντίστροφη παρέμβαση» στους αστικούς θεσμούς
Όμως, σε περιόδους που δεν έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη η επαναστατική κρίση (η δυαδική εξουσία) και ειδικά σε «ειρηνικές», «μη επαναστατικές» συνθήκες, όπως οι σημερινές, απαιτείται και το αντίστροφο: η ανεξάρτητη, επιθετική και διεκδικητική παρέμβαση του ταξικού εργατικού κινήματος και της επαναστατικής πολιτικής στα «θεσμικά» πεδία της αστικής πολιτικής (σε συνθήκες δυαδικής εξουσίας, η κάθετη διχοτόμηση της ταξικής πάλης από πάνω μέχρι κάτω δεν επιτρέπει αντικειμενικά την αλληλοδιείσδυση).
Αυτή η εργατική αντίστροφη παρέμβαση στα πεδία της αστικής πολιτικής, σε σχετικά ομαλές συνθήκες, απαιτείται για να αναπτύσσεται η εργατική ταξική συνείδηση και πάλη για την επιβολή εργατικών και λαϊκών μέτρων γενικής πανκοινωνικής ισχύος (π.χ., γενική μείωση του χρόνου εργασίας, νόμοι προστασίας των συνδικάτων, κατάργηση ειδικών δυνάμεων της αστυνομίας κ.α.). Πώς; Με την αξιοποίηση των ενδοαστικών και μικροαστικών αντιθέσεων, με τη γνώση που παρέχουν αυτά τα πεδία, με τις αποκαλύψεις που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για μαζική ζύμωση των εργαζομένων κ.λπ.
Αυτό το σκοπό είχαν οι Μαρξ και Λένιν όταν, σε αντίθεση με τους αναρχικούς, υποστήριζαν τη συμμετοχή των εργατικών κομμάτων στις εκλογές και κατ’ επέκταση στον κρατικό μηχανισμό του κοινοβουλίου. Αυτό έκανε για παράδειγμα ο Κώστας Κάππος και οι άλλοι εκπρόσωποι αριστερών δυνάμεων, όταν συμμετείχαν στην πλήρως ελεγχόμενη από τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, κοινοβουλευτική Επιτροπή για την Κύπρο, μετά την πτώση της χούντας, την οποία αξιοποίησαν για να έρθουν σε γνώση των απόρρητων ντοκουμέντων και να αποκαλύψουν το ρόλο των ΗΠΑ, της ελληνικής αστικής τάξης κ.α. Αυτό κάνουν, για παράδειγμα, οι εκπρόσωποι της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς όταν συμμετέχουν στις εκλογές, ακόμη και στις ευρωεκλογές, αυτό κάνει και το ΚΚΕ όταν παίρνει μέρος στις κοινοβουλευτικές επιτροπές, άσχετα από το πόσο σωστά, ολοκληρωμένα ή επαναστατικά αξιοποιείται αυτή η συμμετοχή. Αυτό κάνουν και οι εκπρόσωποι του ταξικού συνδικαλιστικού κινήματος στα κρατικά όργανα των ΚΥΣΔΕ και ΠΥΣΔΕ, στην εκπαίδευση ή στις κρατικές τριμερείς επιτροπές της «εργατικής διαιτησίας». Αυτό θα έπρεπε να κάνει και το φοιτητικό κίνημα σε σχέση με τα πανεπιστημιακά όργανα. Η πρακτική αυτή είναι σωστή, αρκεί να μην ξεχνιέται, ότι η «χρήση» των αστικών κρατικών θεσμών προσκρούει σε συγκεκριμένα όρια, ότι η επιβολή μέτρων υπέρ της εργασίας επιβάλλεται με τον αγώνα κυρίως έξω από αυτούς τους θεσμούς, ότι η κατάκτηση της εξουσίας και η επανάσταση δεν θα πραγματοποιηθούν με κοινοβουλευτική έγκριση.
Συνεπώς, η συμμετοχή σε κρατικά, ημικρατικά και κοινοβουλευτικά ή μισοκοινοβουλευτικά όργανα δεν απαγορεύεται παντού και πάντα «για λόγους αρχής», όπως υποστηρίζουν οι αναρχικοί. Ούτε επιβάλλεται παντού και πάντα «χωρίς αρχές», όπως υποστηρίζουν οι αριστεροί οπορτουνιστές. Επιτρέπεται σε συγκεκριμένες συνθήκες και κάτω από συγκεκριμένες εργατικές και επαναστατικές αρχές.
Αυτές οι αρχές έχουν ήδη αναδειχθεί από την πείρα και τη γνώση του εργατικού κινήματος και της επαναστατικής πολιτικής: Πρώτη αρχή είναι η πλήρης και αδιαπραγμάτευτη ανεξαρτησία των εργατικών οργάνων, ο έλεγχος και η άμεση ανακλητότητα των εκπροσώπων από τους αντίστοιχους φορείς. Δεύτερη είναι η εκπροσώπηση των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων και αναγκών σε αυτά τα όργανα. Τρίτη είναι η απόρριψη ή ο μη σεβασμός κανενός «απορρήτου» και η ελευθερία δημοσιοποίησης των απόψεων και αποφάσεων προς γνώση του λαϊκού κινήματος. Τέταρτη είναι η άρνηση κάθε κρατικής μισθοδοσίας.
Βέβαια, χρειάζεται ιδιαίτερη περίσκεψη για τη συμμετοχή κομμουνιστών, συνειδητών εργατών και τίμιων αριστερών, ακόμη και προοδευτικών δημοκρατών, σε επιτροπές που πηγάζουν ακόμη και από «δημοκρατικά» κοινοβούλια όταν σαν διακηρυγμένο σκοπό τους έχουν την περικοπή εργατικών, λαϊκών και δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών. Και σε κάθε περίπτωση φυσικά, δεν επιτρέπεται καμία συμμετοχή σε κρατικά όργανα όταν αυτά έχουν ανοιχτά αντεργατικό, αντικομμουνιστικό και αντιδραστικό χαρακτήρα, όταν πηγάζουν από δικτατορικά ή μισοδικτατορικά ή στρατιωτικά καθεστώτα, από κατοχικές δυνάμεις κ.λπ.
Άρα, κάθε περίπτωση πρέπει να εξετάζεται συγκεκριμένα.
Η κυβέρνηση προς τα δεξιά. Η ΕΛΕ προς τα πού;
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, κριτήριο είναι εάν η συγκρότηση της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για το ελληνικό δημόσιο χρέος μπορεί ή όχι να αξιοποιηθεί από το λαϊκό κίνημα στον αγώνα του για την άμεση παύση πληρωμών προς τους πιστωτές, για τη διαγραφή του χρέους, για την εργατική και λαϊκή απαίτηση να προσανατολισθούν τα δισεκατομμύρια που θα εξοικονομηθούν προς τις άμεσες, επείγουσες λαϊκές ανάγκες επιβίωσης και όχι προς το εγχώριο κεφάλαιο. Κριτήριο είναι η γενικότερη ενδυνάμωση ή όχι του αιτήματος για αντικαπιταλιστική αποδέσμευση από το ευρώ, την ΕΕ, το ΔΝΤ και το ΝΑΤΟ, για ρήξη με τους δανειστές και το κεφάλαιο. Και τέλος, κριτήριο είναι η αντιπολιτευτική στάση ή όχι απέναντι στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Ποια είναι, λοιπόν, η σχέση της συγκεκριμένης ΕΛΕ με την κυβέρνηση και την πολιτική της; Η κίνηση της Προέδρου της Βουλής, φαίνεται να μη βρίσκεται σε φανερή αντίθεση με την ηγεσία του κόμματός της, όπως και με την κυβέρνηση. Έτσι δείχνει το γεγονός ότι δεν υπήρξε καμία δημόσια κομματική ή κυβερνητική διαφωνία για τη δημιουργία της Επιτροπής, αλλά και από δήλωση της ίδιας, στη συνέντευξη Τύπου.
Ωστόσο, όταν το ζήτημα εξετασθεί πιο βαθιά,οι σχέσεις αυτές αλλάζουν. Στη δεδομένη ιστορική πολιτική συγκυρία, η κυβέρνηση παραιτήθηκε από την προεκλογική της δέσμευση για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους» αμέσως μετά το σχηματισμό της και συνυπέγραψε τη συμφωνία με το Γιούρογκρουπ της 20ης Φεβρουαρίου, όπου αποδέχτηκε τις δανειακές συμβάσεις που υπέγραψαν οι προηγούμενες μνημονιακές αστικές κυβερνήσεις.
Σε διάσταση με αυτή τη γραμμή, η αναγγελθείσα ΕΛΕ έχει σαν στόχο να «αντιστοιχηθούν τα δάνεια που έλαβε η χώρα στους πραγματικούς σκοπούς για τους οποίους συνήφθησαν» και να «ελεγχθεί ποιο μέρος εξανεμίστηκε ερήμην του λαού, ποιο τμήμα του χρέους είναι επαχθές, απεχθές και επονείδιστο και κατά συνέπεια δεν πρέπει να αποπληρωθεί». Συνεπώς, στόχος της Επιτροπής είναι η νομική θεμελίωση της αναγκαιότητας για διαγραφή ενός μέρους του χρέους.
Αυτός ο στόχος έρχεται καταρχήν σε αντίθεση με τις επιδιώξεις των δανειστών, του ελληνικού και ευρωπαϊκού κεφαλαίου, ειδικά της Γερμανίας αλλά και της Γαλλίας, της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, που απαιτούν να αποπληρωθεί το χρέος στο ακέραιο. Για αυτό οι συστημικές μνημονιακές πολιτικές δυνάμεις αρνήθηκαν αντίστοιχη πρόταση όταν κυβερνούσαν, ενώ τώρα, ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ καταγγέλλουν οργισμένα τη σύσταση της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου.
Όταν η κυβέρνηση μετατοπίζεται προς τα δεξιά παραιτούμενη από κάθε διαγραφή χρέους, τότε ο διακηρυγμένος σκοπός της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου για «διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους» κινείται προς τα αριστερά της, αναδεικνύει μια συγκεκριμένη αντίφαση. Η συγκρότησή της προσδίδει δυναμική σε αυτή την αντίφαση που έρχεται οριακά σε αντίθεση με την πρακτική της κυβέρνησης. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ΝΔ, Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ, στις ανακοινώσεις τους, έσπευσαν να εντοπίσουν και να αναδείξουν ακριβώς αυτή την αντίθεση για να επιτεθούν συνολικά ενάντια στην Επιτροπή. Θα ήταν μυωπική μια αριστερή ανατρεπτική πολιτική που δεν βλέπει, δεν εντοπίζει, δεν αξιολογεί και δεν αξιοποιεί αυτές τις συγκεκριμένες αντιθέσεις.
Το ΚΚΕ, σε ανακοίνωσή του, καταγγέλλει την Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου και επιτίθεται στο γεγονός ότι συγκροτήθηκε «χωρίς καμία προηγούμενη συζήτηση και απόφαση της Βουλής, ούτε καν της διάσκεψης Προέδρων». Επιτίθεται χτυπώντας σε λάθος κατεύθυνση: αντί να ασκεί κριτική στο γεγονός ότι συγκροτήθηκε έξω από τις οργανώσεις του εργατικού και λαϊκού κινήματος και τον άμεσο έλεγχό τους, εμμέσως ζητά την κοινοβουλευτική συγκρότησή της, δηλαδή την υποταγή της στην κοινοβουλευτική γραφειοκρατία, στο απόρρητο των κοινοβουλευτικών επιτροπών, στον έλεγχό της από τους κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους των δανειστών και του κεφαλαίου, δηλ. από τη ΝΔ, το Ποτάμι, το ΠΑΣΟΚ και τη Χρυσή Αυγή.
Υπάρχει «καλό» και «κακό» χρέος;
Πολιτικά, το ΚΚΕ ασκεί κριτική στο διαχωρισμό του χρέους σε «καλό» και «κακό», δηλ. σε νόμιμο και μη νόμιμο, σε επαχθές, επονείδιστο κ.λπ. Διαχωρισμό στον οποίο ασκούν κριτική και πολλές δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Είναι σωστή αυτή η κριτική;
Από την άποψη των αρχών της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας και από τη σκοπιά της επανάστασης και του κομμουνισμού, η πίστωση γενικά, η καπιταλιστική λειτουργία των τραπεζών, τα χρέη της εργατικής και λαϊκής οικογένειας προς αυτές, το δημόσιο και ιδιωτικό λαϊκό χρέος, αποτελούν μοχλούς εκμετάλλευσης, κοινωνικής, ταξικής και εθνικής καταπίεσης. Από στρατηγική σκοπιά, το γενικό σύνθημα της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς για «διαγραφή του χρέους», αντί του διαχωρισμού του σε «μεγάλο» ή σε «κακό», ήταν και είναι σωστό.
Στην προηγούμενη φάση, ήταν σωστό και από πολιτική σκοπιά, ως σύνθημα διαχωρισμού από τη ρεφορμιστική, διαχειριστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί έπαιξε πολιτικό ρόλο απηχώντας τη μεγαλύτερη συνέπεια του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, όσον αφορά την αμεσότητα εκπλήρωσης των λαϊκών αναγκών και την αποφασιστικότητα απέναντι στους δανειστές, την τρόικα και το κεφάλαιο. Αντίθετα, η γενική γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ για διαγραφή του «μεγαλύτερου μέρους του χρέους» και όχι γενικά του χρέους, ήταν η κερκόπορτα που άνοιξε την παραίτηση από κάθε διαγραφή του χρέους μόλις το κόμμα έγινε κυβέρνηση. Ήταν η αρχή ενός νήματος που οδήγησε στην εξοργιστική «αριστερή» αφαίμαξη αποθεματικών από Ταμεία και νοσοκομεία για να αποπληρωθούν οι δόσεις ύψους ενός δισεκατομμυρίου ευρώ στο ΔΝΤ, τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, ενώ πετσόκοψε κατά ακριβώς ένα δισεκατομμύριο τις προβλέψεις του ίδιου του ΣΥΡΙΖΑ για το νομοσχέδιο «αντιμετώπισης της ανθρωπιστικής κρίσης», όπως τονίζει πρόσφατη ανακοίνωση του ΝΑΡ.
Η κριτική της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς αφορούσε και στο γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απαντούσε ποτέ συγκεκριμένα σε δυο κρίσιμα ερωτήματα: «Πόσο μέρος» του χρέους απαιτεί να διαγραφεί; Γιατί, «μεγαλύτερο μέρος» μπορεί να σημαίνει και το 51%, πράγμα που σημαίνει να πληρωθεί το 49%, δηλ. σήμερα, περίπου 170 δις ευρώ, σχεδόν ένα ετήσιο ΑΕΠ. Αλλά και «ποιο μέρος» να πληρωθεί; Π.χ., αυτό που αφορά μικρο-ομολογιούχους, Ταμεία ή τους «θεσμούς» της τρόικας;
Μέχρι έδω, όλα καλά για την αντικαπιταλιστική Αριστερά. Από εδώ και πέρα, όμως, μπορεί να ανοίξει η πόρτα του δογματισμού και του υποκειμενισμού, που παραβλέπει το κρίσιμο για την πολιτική: το χρόνο και τις αμοιβαίες σχέσεις των τάξεων και των κομμάτων, όπως εκφράζονται με βάση την αλλαγή θέσης της κυβέρνησης και την αντικειμενική σύμπλευση με ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΕΕ και ΔΝΤ. Έτσι π.χ., από τη σκοπιά του παρόντος, η απαίτηση για άμεση διαγραφή του μέρους του χρέους που οφείλεται στην τρόικα αποκτά ριζοσπαστικό χαρακτήρα (σύμφωνα με τη Κίνηση «Διαγραφή του χρέους, τώρα!», υπερβαίνει το 70%). Δικαιολογεί και βοηθά την επείγουσα λαϊκή απαίτηση και ανάγκη για άμεση παύση πληρωμών στους πιστωτές για να πληρωθούν επιδόματα ανεργίας, συντάξεις, μισθοί, δαπάνες για υγεία, παιδεία κ.λπ.
Επίσης, για το εργατικό λαϊκό κίνημα είναι πολύ σημαντικό ζήτημα η νομική – τεχνική θεμελίωση των παραπάνω απαιτήσεων και δεν πρέπει να υποτιμάται σαν ανούσια ή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη υπόκλιση στην αστική πολιτική. Γενικά, η νομική – τεχνική θεμελίωση των εργατικών και λαϊκών αιτημάτων είναι πάντα απαραίτητη για να οπλίζεται με επιχειρήματα ο μέσος αγωνιζόμενος εργαζόμενος, για να αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση για το δίκιο του αγώνα του, αλλά και για να αμύνεται στο αστικό Δίκαιο με το οποίο η αστική τάξη περιβάλλει και νομιμοποιεί κάθε της κίνηση. Εάν δεν ήταν τα παραπάνω αναγκαία, τότε προς τι οι νομικές αγορεύσεις αριστερών δικηγόρων στα δικαστήρια υπέρ των εργατών που απολύονται, που δεν πληρώνονται ή που επιστρατεύονται, με βάση ελληνικούς ή διεθνείς νόμους;
Επιπρόσθετα, οι δήθεν επαναστατικές απόψεις που υποτιμούν ή περιφρονούν την «πάλη για το Δίκαιο», παραβλέπουν το γεγονός ότι η ταξική εργατική πάλη «παράγει» και η ίδια Δίκαιο, το οποίο εγγράφεται μέσα στο αστικό Δίκαιο, ανάλογα με τους ταξικούς συσχετισμούς. Φυσικά, εγράφεται ως δευτερεύουσα και ηγεμονευόμενη πλευρά. Ωστόσο, εγγράφεται και χρησιμοποιείται από το εργατικό κίνημα για να αμύνεται αλλά και για να επιβάλει νίκες. Αρκεί, βέβαια, να μην πέφτει στο «λεγκαλισμό», δηλαδή, να μην υποτάσσεται στην αστική νομιμοφροσύνη.
«Επαναστατική παραίτηση» ή επαναστατική αξιοποίηση» των αντιθέσεων;
Εκτιμήθηκε ότι ο σκοπός και η συγκρότηση της ΕΛΕ βρίσκεται σε αντίφαση και εμπεριέχει οριακά μια δυναμική αντίθεσης με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Αυτή η πλευρά αναδεικνύει το γενικότερο ζήτημα των αντιφάσεων και αντιθέσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Γενικότερα, χωρίς τη γνώση, υπολογισμό και αξιοποίηση των αντιθέσεων και αντιφάσεων της πολιτικής θα ήταν αδύνατον να αποδομηθεί η ηγεμονία, οι συμμαχίες, η εξουσία και η κυριαρχία της αστικής πολιτικής. Θα ήταν αδύνατο να οικοδομηθεί η αντίστροφη, εργατική ηγεμονία και οι συμμαχίες της, η επαναστατική εξουσία και κυριαρχία. Όμως, πώς πρέπει να σταθεί η αντικαπιταλιστική και η ριζοσπαστική Αριστερά συγκεκριμένα απέναντι στις αντιφάσεις και αντιθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ;
Η ηγετική ομάδα και η βασική γραμμή πλεύσης του ΣΥΡΙΖΑ και της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ κινείται σε κατεύθυνση προσαρμογής και συμβιβασμού που αντικειμενικά οδηγεί σε υποταγή στους δανειστές, την ΕΕ, το ΔΝΤ και το κεφάλαιο. Παρά τις φιλολαϊκές δημοκρατικές διακηρύξεις, πρόκειται για μια παγιωμένη ρεφορμιστική αριστερή γραμμή διαχείρισης της αστικής πολιτικής για την υπέρβαση της κρίσης. Πρόκειται για γραμμή που δεν είναι διακυβευόμενη, δεν αλλάζει «από τα μέσα» και με «αριστερή πίεση» εντός των ορίων της. Αυτή η γραμμή θα οδηγήσει αργά ή γρήγορα σε αντιλαϊκές αποφάσεις και πράξεις. Μια πρώτη γεύση μόνο είναι η απαράδεκτη συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου της κυβέρνησης με το Γιούρογκρουπ.
Αυτή η γραμμή πρέπει να αποκαλυφθεί και να ανατραπεί από τις μαχόμενες δυνάμεις της Αριστεράς και τις πρωτοπορίες του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Οι αυταπάτες, η υποτίμηση, ο συμβιβασμός ή η ενσωμάτωση και υποταγή σε αυτή τη γραμμή θα έχουν αρνητικές συνέπειες για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Από αυτή τη σκοπιά, σωστά πράττουν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΚΚΕ και άλλες αριστερές δυνάμεις που αποκαλύπτουν και επιχειρούν να οργανώσουν την αντίσταση ενάντια στις συμβιβαστικές ή και αντιλαϊκές επιλογές της κυβέρνησης. Όμως αυτό δε φτάνει. Δεν δικαιολογείται μια «βολική» και παθητική, αρνητική «επιβεβαίωση των προβλέψεών μας» όταν εκατομμύρια βρίσκονται στη φτώχεια και την ανεργία.
Το ότι η κυρίαρχη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του δεν αλλάζει, δεν σημαίνει ότι στην κυβέρνηση αυτή δεν μπορούν να επιβληθούν μέτρα, νόμοι και νίκες υπέρ των εργαζομένων και σε βάρος του κεφαλαίου. Το αντίθετο. Αυτή η κυβέρνηση είναι πιο ευάλωτη από τα αριστερά της –τουλάχιστον για ένα διάστημα. Με την ενεργητική, θετική και «μη βολική» δράση για να οικοδομηθεί ένα μαζικό μέτωπο εργατικής λαϊκής αντεπίθεσης, μπορούν να επιβληθούν νίκες και κατακτήσεις ενάντια στη συμβιβαστική πολιτική διαχείρισης που ακολουθεί. Αυτό το μέτωπο μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με μια μαχητική συμμαχία των ανατρεπτικών δυνάμεων της Αριστεράς, με την κοινή δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, του ΚΚΕ και των μαχόμενων δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ στο μαζικό κίνημα. Δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς την επαφή, αλληλεπίδραση και μετασχηματισμό των λαϊκών μαζών ή μεγάλων τμημάτων τους, που μέχρι τώρα τρέφουν αυταπάτες για το ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του, που τη στηρίζουν αλλά με δυσπιστία και καχυποψία.
Μέρος της δράσης για την οικοδόμηση ενός αγωνιστικού εργατολαϊκού μετώπου αντεπίθεσης, αντιπολίτευσης και ανατροπής είναι η ενεργητική, θετική και «δύσκολη» αξιοποίηση των εσωτερικών αντιθέσεων της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ και της συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Η ύπαρξη ισχυρών αντιθέσεων και άρα αντιφάσεων στον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνησή του έχει αντικειμενική και υποκειμενική βάση. Οι εσωτερικές αριστερές κριτικές και ρεύματα εκπροσωπούν με στρεβλό τρόπο εργατολαϊκά συμφέροντα και ανάγκες. Η κυρίαρχη πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ είναι η διαχείριση και η ενσωμάτωση. Από τη σκοπιά του κόμματος και της κυβέρνησης, οι αριστερές μαχόμενες τάσεις αποτελούν δευτερεύουσα και ηγεμονευόμενη πλευρά. Όμως, από την σκοπιά της επαναστατικής πολιτικής, της μαχητικής ανατρεπτικής αριστερής συμμαχίας και, κυρίως, από τη σκοπιά του εργατολαϊκού μετώπου αντεπίθεσης, αυτές οι τάσεις αποκτούν αποφασιστικό πολιτικό χαρακτήρα.
Φυσικά, χρειάζεται πάντα να υπάρχει η επίγνωση ότι οι δευτερεύουσες αντιθέσεις και αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της κυβέρνησής του (ευρύτερα, οι ηγεμονευόμενες λαϊκές αντιδράσεις) θα αξιοποιούνται και από τις ηγετικές ομάδες τους, αλλά και από τα ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου που τη στηρίζουν, έτσι ώστε να εντάσσονται στην κυρίαρχη γραμμή της κυβέρνησης και γενικότερα του κεφαλαίου, ως «διαπραγματευτικό χαρτί» απέναντι στους δανειστές, την ΕΕ και το ΔΝΤ. Το ίδιο μπορεί να γίνει και με την ΕΛΕ. Αυτός ο κίνδυνος δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
Αλλά αυτός ο κίνδυνος δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με μικροαστική βιασύνη, με ισοπεδωτικές καταγγελίες και απομόνωση στην «καθαρότητα». Δεν μπορεί να αντιμετωπισθεί με εκ των προτέρων «επαναστατική παραίτηση» από την αντίστροφη αξιοποίηση των αντιθέσεων και αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και γενικά της αστικής και μικροαστικής πολιτικής, όπως κάνει η ηγεσία του ΚΚΕ. Μια τέτοια παραίτηση αφήνει ορθάνοιχτο το πεδίο για να ενσωματώνει το κεφάλαιο, η ΕΕ, το ΔΝΤ, η μικροαστική (και τελικά, η αστική) πολιτική ευρύτερες μάζες που θέλουν να αντιδράσουν, μερικώς, αυθόρμητα ή μισοσυνειδητά. Με άλλα λόγια, η «επαναστατική παραίτηση» από την αξιοποίηση των πολιτικών αντιθέσεων οδηγεί σε μη επαναστατικά αποτελέσματα. Απηχεί, τελικά και η ίδια, την ψυχολογία μικροαστικών στρωμάτων που όταν δεν εξεγείρονται ή δεν ενσωματώνονται, κλείνονται με αυταρέσκεια στο καβούκι της μικρής ιδιοκτησίας τους και των όποιων μικρών επιτυχιών τους, κοινοβουλευτικών ή κινηματικών, εξαπολύοντας κεραυνούς στον κόσμο όλον για τις αυταπάτες του.
Τελικά, ποια πρέπει να είναι η στάση μας απέναντι στην ΕΛΕ;
Με βάση τις αρχές και την προηγούμενη, συγκεκριμένη ανάλυση των αντιθέσεων και των αντιφάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και των σκοπών, της συγκρότησης και των αντιφάσεων της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, οι εκπρόσωποι του ταξικού μαζικού κινήματος, της αντικαπιταλιστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς και του μαχόμενου μαρξισμού πρέπει να συμμετέχουν και να παρέμβουν στην Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου για το ελληνικό δημόσιο χρέος.
Προβάλλοντας τις απαιτήσεις για άμεση παύση πληρωμών στους πιστωτές, διεκδικώντας τη διαγραφή του χρέους και την κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, καταγγέλλοντας την κυβερνητική συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου και κάθε νέας συμφωνίας με τους τροϊκανούς «θεσμούς» και τους δανειστές.
Με πλήρη ανεξαρτησία, λογοδοτώντας μόνο στο λαϊκό κίνημα και στη συνείδησή τους, ανά πάσα στιγμή «ανακλητοί», χωρίς καμία άμεση ή έμμεση μισθοδοσία και κρίνοντας τη συμμετοχή τους διαρκώς, με βάση την πορεία και το έργο της Επιτροπής.
Με στόχο να συμβάλουν στη λαϊκή αντίσταση και ανατροπή της όποιας συμφωνίας αποπληρωμής του χρέους με τους δανειστές και γενικά στην αντικαπιταλιστική ανατροπή όλου του μνημονιακού κεκτημένου και της βάρβαρης αστικής επίθεσης.