Σύμβουλοι του πρωθυπουργού ξυλοκοπούν διαδηλωτές, αστυνομικοί πυροβολούν πολίτες με αληθινά πυρά στο κεφάλι ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός, όταν δεν κοροϊδεύει τα θύματα της αστυνομικής βαρβαρότητας, κατηγορείται ότι χτυπά και ο ίδιος ανυποψίαστους πολίτες που βρίσκονται στο δρόμο του. Αρκετοί ήταν αυτοί που αρκέστηκαν να αποδώσουν το ξέσπασμα αυταρχισμού του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στη μέθη της εξουσίας του ή ακόμη και να τη συνδέσουν με κάποια χαρακτηριστικά της θρησκείας του. Πίσω όμως από τις ψυχολογικές και οριενταλιστικές προσεγγίσεις, αρκετοί αναλυτές βλέπουν έναν πρωθυπουργό σε πανικό – και πολύ περισσότερο μια οικονομία που ισορροπεί σε τεντωμένο σκοινί χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Είναι λοιπόν ο Ερντογάν ένας πρωθυπουργός με ημερομηνία λήξης ή οι κάτοικοι της γειτονικής χώρας θα πρέπει απλώς να συνηθίσουν το νέο αυταρχισμό του «ισλαμοδημοκράτη ηγεμόνα»;
O Ερντογάν κατάφερε να εξασφαλίσει μια σχετικά ανέφελη δεκαετία στην πρωθυπουργία της Τουρκίας προωθώντας ένα διπλό κοινωνικό συμβόλαιο με τις μικρότερες μονάδες παραγωγής της χώρας αλλά και με τα πιο προωθημένα τμήματα της χρηματοπιστωτικής ελίτ. Κοινό χαρακτηριστικό και των δυο ήταν η ανάγκη φιλελευθεροποίησης της οικονομίας που επέτρεπε στις δυο αυτές ομάδες να συνεχίζουν τις δραστηριότητές τους χωρίς να δίνουν λόγο στα παραδοσιακά κέντρα πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Από τη μια πλευρά οι λεγόμενες τίγρεις της Ανατολίας, οι μικρές οικογενειακές βιοτεχνίες της ανατολικής Τουρκίας που αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά της εκλογικής βάσης του κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), μπορούσαν να προωθούν τα προϊόντα τους στις αγορές της Ευρώπης αλλά και της ευρύτερης Μέσης Ανατολής χωρίς να δίνουν λογαριασμό στα παραδοσιακά οικονομικά κέντρα της Τουρκίας που εδράζονταν στα μεγάλα βιομηχανικά κέντρα της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης.
Ανάλογη ελευθερία από κάθε κρατικό έλεγχο αλλά και από την παραδοσιακή οικονομική ελίτ απαιτούσαν και τα πιο σύγχρονα (και ταυτόχρονα «αεριτζίδικα») τμήματα του λεγόμενου μεγάλου τουρκικού κεφαλαίου, που αναπτύχθηκαν παράλληλα με την γενικότερη χρηματιστικοποίηση της οικονομίας. Για όσο διάστημα ο Ερντογάν άφηνε αυτά τα δυο τμήματα της οικονομίας ανενόχλητα από κρατικές παρεμβάσεις (ίδιως αν οι παρεμβάσεις αφορούσαν την προστασία των εργαζομένων ή την απαγόρευση της παιδικής εργασίας) και όσο παρέδιδε τη δημόσια περιουσία σε ιδιώτες, μέσω σκανδαλωδών συμβάσεων, είχε εξασφαλισμένη και μια σταθερή εκλογική δύναμη. Οι «τίγρεις της Ανατολίας» προσέφεραν τις ψήφους και οι «τίγρεις του χρηματιστηρίου» την οικονομική στήριξη που απαιτούσε το AKP.
Υπό αυτή την οικονομική οπτική μπορεί να εξηγηθεί σε σημαντικό βαθμό και η σύγκρουση του Ερντογάν με το στρατιωτικό, πολιτικό και δικαστικό κατεστημένο της Άγκυρας, το οποίο εκπροσωπούσε την παλαιά δομή της τουρκικής οικονομίας και είχε χάσει την αξία χρήσης του για τους νέους οικονομικούς κυρίαρχους της Τουρκίας. Προφανώς εδώ υπεισέρχονται αναρίθμητοι ακόμη παράγοντες που μπορούν να εξηγήσουν τη σύγκρουση του AKP με το «παλαιό καθεστώς», από προσωπικές πολιτικές φιλοδοξίες μέχρι το νέο modus operandi που εξασφάλισε η τουρκική κυβέρνηση με τις ΗΠΑ αλλά και με γειτονικές χώρες. Η φαινομενική οικονομική επιτυχία όμως ήταν αυτή που έδινε στον Ερντογάν τα πραγματικά στηρίγματα που χρειαζόταν για να αλλάξει εκ βάθρων τις ισορροπίες στους διαδρόμους εξουσίας της Τουρκίας.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο σημείο όπου οι ισχυροί οικονομικοί παράγοντες αλλά και η εκλογική του βάση θα μπορούσαν να εγκαταλείψουν τον Ερντογάν; Είναι πολύ νωρίς για να προβλέψουμε κάτι τέτοιο αλλά και πολύ αργά να αγνοήσουμε τους τριγμούς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το οικοδόμημα του AKP σε ολοκληρωτική κατάρρευση.
Θεωρητικά οι αριθμοί εξακολουθούν να ευημερούν στην Τουρκία, η οποία κατάφερε μετά από χρόνια να ξεπληρώσει τα χρέη της προς το ΔΝΤ – δίνοντας στον Ερντογάν την αφορμή να υπόσχεται, έστω και με ισχυρές δόσεις υπερβολής, ότι η τουρκική οικονομία θα είναι σύντομα η δέκατη μεγαλύτερη στον κόσμο.
Όταν ανέλαβε ο Ερντογάν η Τουρκία βίωνε τις τρομακτικές επιπτώσεις της φιλελευθεροποίησης της οικονομίας που είχε επιβάλει ο Τουργκούτ Οζάλ, κυριολεκτικά με τη δύναμη των όπλων και συγκεκριμένα του πραξικοπήματος του Εβρέν το 1980. Ως αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’90 ο πληθωρισμός άγγιζε το 90% ενώ μέχρι και ο 2002 η Τουρκία χρησιμοποιούσε το 90% των φορολογικών της εσόδων για την πληρωμή τοκοχρεοσυλίων. Η οικονομία ακολουθούσε την κοινή πορεία χωρών της νοτιοανατολικής Ασίας, της Ρωσίας και του Μεξικού, που εφάρμοσαν τα διδάγματα της νεοφιλελευθερης «συναίνεσης της Ουάσινγκτον» και το πλήρωσαν με τρομακτικές οικονομικές κρίσεις και κοινωνική εξαθλίωση για τεράστια τμήματα του πληθυσμού.
Αντίθετα στα χρόνια του Ερντογάν η Τουρκία όχι μόνο κατάφερε να περάσει σχετικά αλώβητη από την οικονομική κρίση του 2008 αλλά έφτασε το 2010 να σημειώνει εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης, 9.2% για το 2010 και 8.8% για το 2011. Παρά το γεγονός ότι αυτή η ανάπτυξη δεν συμβάδιζε με ανάλογη δημιουργία θέσεων εργασίας, η κυβέρνηση Ερντογάν είχε τη δυνατότητα να προσφέρει πρακτική βελτίωση στην καθημερινή ζωή εκατομμυρίων πολιτών. Οι δαπάνες στο σύστημα υγείας αυξήθηκαν από το 3.9% στο 5.1% στο διάστημα 2004 – 2009 ενώ περίπου δέκα εκατομμύρια Τούρκοι απέκτησαν την πολυπόθητη πράσινη κάρτα που τους εξασφαλίζει δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (το 2003 ο αριθμός τους ήταν μόνο 2.5 εκατομμύρια).
Το μυστικό αυτής της επιτυχίας όμως, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα και την αχίλλειο πτέρνα της νέας τουρκικής οικονομίας, ήταν η συνεχής ροή ξένου, και κατά κύριο λόγω κερδοσκοπικού, κεφαλαίου. Η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής σε άλλες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη άρχισε να στέλνει κύματα βραχυπρόθεσμων «επενδύσεων» στις οικονομικές «ακτές» της Τουρκίας, οι οποίες όμως θα μπορούσαν να εξαφανιστούν εν μια νυκτί οδηγώντας την εθνική οικονομία στα όρια της ολοκληρωτικής κατάρρευσης. Η Τουρκία δοκίμασε ήδη τα τελευταία χρόνια τις πρώτες επιπτώσεις από την παροδική σκλήρυνση της νομισματικής πολιτικής των ΗΠΑ, δίνοντας στους διεθνείς οικονομικούς παρατηρητές μια πρόγευση του τι θα μπορούσε να ακολουθήσει εάν ξαφνικά έκλειναν οι στρόφιγγες που τροφοδοτούν την τουρκική οικονομία με «ζεστό» ξένο κεφάλαιο.
Αυτή η τεράστια ροή κεφαλαίου βέβαια μετουσιώθηκε σε ένα βαθμό και σε πραγματικά αναπτυξιακά έργα. Στα χρόνια του Ερντογάν το οδικό δίκτυο της χώρας επεκτάθηκε κατά τουλάχιστον 10.000 χιλιόμετρα, τα αεροδρόμια διπλασιάστηκαν, φτάνοντας τα 50 ενώ ο εθνικός αερομεταφορές συνδέεται πλέον απευθείας σε 100 χώρες – τις περισσότερες από κάθε άλλη αεροπορική εταιρεία στον πλανήτη. Όπως συμβαίνει όμως πολύ συχνά σε αυτές τις περιπτώσεις αρκετά από τα οικοδομικά έργα κατέληξαν σε φαραωνικά οικοδομήματα που προδίδουν τα χαρακτηριστικά μιας οικονομικής φούσκας – όπως ακριβώς συνέβαινε στα τέλη της δεκαετίας του 20 στις ΗΠΑ ή στο Ντουμπάι των αρχών του 21ου αιώνα.
Για πρώτη φορά ύστερα από μια δεκαετία φαινομενικής ανάπτυξης τα χαρακτηριστικά της φούσκας είναι εμφανή δια γυμνού οφθαλμού και όλοι συνειδητοποιούν ότι μια νέα οικονομική κρίση θα μπορούσε να συμπαρασύρει την εξουσία του Ερντογάν, ο οποίος προετοιμάζεται να μεταπηδήσει στην προεδρία αφήνοντας τον πρωθυπουργικό θώκο στον Αμπτουλάχ Γκιούλ.
Αυτοί οι οικονομικοί τριγμοί όμως μεταφράζονται ήδη και σε πολιτική αστάθεια καθώς ο Ερντογάν χάνει πολιτικά στηρίγματα στο εσωτερικό του κόμματός του – όπως οι δυνάμεις του Φετουλάχ Γκιουλέν, που θεωρούνταν μεταξύ άλλων και το «μεγάλο πορτοφόλι» του ΑΚΡ – ενώ απομονώνεται σταδιακά και από τα μεσαία και ανώτερα στρώματα των μεγάλων αστικών κέντρων. Η πολιτική ανυπαρξία της τουρκικής αντιπολίτευσης μπορεί να του επέτρεψε ένα νέο θρίαμβο (τουλάχιστον για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) στις πρόσφατες τοπικές εκλογές, σε καμία περίπτωση όμως δεν μπορεί να συγκριθεί με την εκλογική παντοκρατορία που απολάμβανε πριν από μερικά χρόνια.
Η τουρκική οικονομία αλλά και το νέο πολιτικό προσωπικό συνεχίζουν να “κερδοφορούν” στα βάθη μιας στοάς ορυχείου. Όπως συνέβη όμως και στο ιδιωτικοποιημένο ορυχείο της Σόμα, κανείς δεν έχει φροντίσει να λάβει τα απαρα΄τητα μέτρα προστασίας για περίπτωση ατυχήματος. Μια σπίθα αρκεί πλέον για να φέρει την ολοκληρωτική καταστροφή.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Ιούνιος 2014