Η πρόσφατη, ωμή παρέμβαση του Ζαν Κλοντ Γιούνκερ στην πολιτική ζωή της Ελλάδας, με την ανοιχτή στήριξη στην προεδρική υποψηφιότητα του Σταύρου Δήμα, χαρακτηρίστηκε από φίλους αλλά ακόμη και επικριτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης σαν μια «κακή στιγμή» στις σχέσεις των θεσμικών οργάνων της ένωσης με ένα κράτος μέλος. Στην πραγματικότητα η προσπάθεια χειραγώγησης της πολιτικής ζωής των μικρότερων χωρών είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση – μια διαδικασία η οποία κλιμακώθηκε από τους πρώτους μήνες του 21ου αιώνα.
Οι παρεμβάσεις των θεσμικών οργάνων της ΕΕ ξεκινούσαν συνήθως σαν απάντηση στην άνοδο ακροδεξιών και νεοφασιστικών κομμάτων, γεγονός που έδινε στις ενέργειές των ευρωπαίων «κομισάριων» μια αύρα δημοκρατικότητας και σεβασμού της ελευθερίας.
Αυτό που συνήθως συνέβαινε όμως ήταν ότι η ΕΕ απλώς γέμιζε τη φαρέτρα της με θεσμικά εργαλεία, τα οποία της επιτρέπουν να παρεμβαίνει σε χώρες μέλη που απειλούν τα συμφέροντα των ευρωπαϊκών τραπεζών και μεγάλων επιχειρήσεων ενώ συνήθως αγνοεί εάν δεν επιβραβεύει την άνοδο φασιστικών μορφωμάτων στην εξουσία.
Σημείο σταθμό σε αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε η στάση της ΕΕ απέναντι στον ακροδεξιό πολιτικό Γεργκ Χάιντερ, ο οποίος το 2000 κατάφερε να εισέλθει στον κυβερνητικό συνασπισμό της Αυστρίας. Μέχρι τότε η Ε.Ε είχε τη δυνατότητα να κρίνει την πολιτική ζωή μιας χώρας μόνο με βάση τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, προκειμένου να αποφασίσει αν θα την δεχθεί σαν μέλος.
Η επιβολή κυρώσεων όμως εναντίον της Αυστρίας άνοιξε νέους δρόμους για το «δικαίωμα» των Βρυξελλών να κρίνουν κατά το δοκούν το αποτέλεσμα των εκλογών σε χώρες που είναι ήδη μέλη της. Η σιωπηρή αποδοχή αυτής της πρακτικής και από μεγάλο τμήμα της ευρωπαϊκής αριστεράς σύντομα άνοιξε την όρεξη των Βρυξελλών για περισσότερες παρεμβάσεις.
Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι την αμέσως επόμενη χρονιά η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν αντέδρασε στην τοποθέτηση του νεοφασίστα Τζιανφράνκο Φίνι στη θέση του αντιπροέδρου της ιταλικής κυβέρνησης αλλά τα θεσμικά της όργανα συνεργάστηκαν στενά μαζί του για την αναθεώρηση των συνθηκών της Ε.Ε. Παρά το γεγονός ότι το κόμμα του Φίνι αποτελεί ευθεία συνέχεια των μελανοχιτώνων του Μουσολίνι, ο αρχηγός του είχε ιδιαίτερα στενές σχέσεις με μεγάλη μερίδα της ιταλικής και ευρωπαϊκής οικονομικής ελίτ και έτσι η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφάσισε να τον αντιμετωπίσει σαν φίλο και όχι εχθρό. Την επόμενη δεκαετία η Ε.Ε όχι μόνο ανέχτηκε ή ενθάρρυνε υπογείως τη συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων σε κυβερνητικούς συνασπισμούς (με χαρακτηριστικό παράδειγμα το ΛΑΟΣ στην Ελλάδα) αλλά στήριξε ανοιχτά εθνικοσοσιαλιστές και ναζιστές πολιτικούς όπως στην περίπτωση του κόμματος Σβόμποντα στην Ουκρανία.
Χρόνο με το χρόνο γινόταν λοιπόν σαφές ότι οι κάθε είδους πιέσεις από την πλευρά της ΕΕ δεν αφορούσαν την ελευθερία και τη δημοκρατία αλλά πολύ συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην περίπτωση της Ουγγαρίας οι Βρυξέλλες άρχισαν να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για την ακροδεξιά και βαθιά αντιδημοκρατική πολιτική του κυβερνητικού κόμματος Φιντέζς, μόνο όταν η κυβέρνηση απείλησε την «ανεξαρτησία» της κεντρικής τράπεζας και εθνικοποίησε ορισμένα συνταξιοδοτικά ταμεία για να προστατεύσει τα μέλη τους από τις δυνάμεις της αγοράς. Και οι δυο αυτές κινήσεις είχαν εξοργίσει τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Ευρώπης καθώς έστελναν το «λάθος» μήνυμα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που θα ήθελαν να προστατεύσουν τους πολίτες τους
Το βασικό «πρόβλημα» των Βρυξελλών είναι ότι ακόμη δεν έχουν στα χέρια τους τα κατάλληλα νομικά εργαλεία για να τιμωρήσουν χώρες ή πολιτικούς που δημιουργούν εμπόδια στην πολιτική τους. Το περίφημο άρθρο 7 της συνθήκης της Λισαβώνας, που επιτρέπει την κατάργηση ορισμένων προνομίων των χωρών μελών, είναι ιδιαίτερα δύσχρηστο αφού για να ενεργοποιηθεί απαιτείται να συμφωνήσουν το ευρωκοινοβούλιο και τα τέσσερα πέμπτα των χωρών μελών. Κυρίως όμως είναι «άχρηστο» αφού στόχος του είναι να προστατεύει την ελευθερία, τη δημοκρατία και το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων – δεν φτιάχτηκε δηλαδή με γνώμονα την προστασία οικονομικών συμφερόντων για τα οποία ενδιαφέρεται προτίστως η ΕΕ. Για το λόγο αυτό ομάδες πανεπιστημιακών επιχειρούν εδώ και χρόνια να επεκτείνουν τα όρια δράσης του άρθρου 7 αλλά και τους μηχανισμούς «τιμωρίας» των ατίθασων μελών. Παραδείγματός χάρην ο Ζαν Γουέρνερ Μούλερ, καθηγητής πολιτικών επιστημών στο πανεπιστήμιο του Πρίνστον, προτείνει σειρά μέτρων που θα επιτρέπουν στην Κομισιόν να κόβει τις επιδοτήσεις για έργα υποδομής ή να επιβάλλει μεγάλα χρηματικά πρόστιμα. Οι συγκεκριμένες πρακτικές είναι βέβαια ήδη στο τραπέζι αλλά προς το παρόν δεν έχουν θεσμοθετηθεί επισήμως από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Παρόμοια «νέο-αποικιακή» στάση κρατούσαν οι ευρωπαίοι αξιωματούχοι στους εμπορικούς εταίρους της ΕΕ στην Αφρική ενώ χαρακτηριστικές ήταν οι συνεχείς παρεμβάσεις στην εσωτερική πολιτική κατάσταση της Σερβίας, η οποία εδώ και μια δεκαετία δοκιμάζει το μαστίγιο και το καρότο των Βρυξελών, στην προσπάθειά της να ενταχθεί στην ΕΕ. Το πιο ακραίο αλλά και συμβολικό παράδειγμα ευθείας αμφισβήτησης της λαϊκής βούλησης αφορά βέβαια τη στάση της ΕΕ απέναντι στους Παλαιστίνιους. Όταν οι κάτοικοι των Παλαιστινιακών εδαφών πραγματοποιήσαν το 2006 τις πρώτες δημοκρατικές και ανόθευτες εκλογές που είχε γνωρίσει η Μέση Ανατολή για δεκαετίες οι Βρυξέλλες όχι μόνο αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το αποτέλεσμα αλλά επέβαλαν κυρώσεις στους ψηφοφόρους και ιδίως στους κατοίκους της Γάζας.
Η στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι σε τριτοκοσμικές περιοχές του πλανήτη ήταν απλώς μια πρόγευση για τις παρεμβάσεις που θα επιχειρούσαν τα θεσμικά της όργανα και στο εσωτερικό των πιο αδύναμων χωρών. Αρκετές όμως από τις πολιτικές δυνάμεις που σήμερα δέχονται τις επιθέσεις των Βρυξελλών προτιμούσαν να αδιαφορούν για αυτά τα μηνύματα.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΕΠΙΚΑΙΡΑ Δεκέμβριος 2014