Ανακοίνωση της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το οποίο κατατέθηκε την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή:
Ύστερα από πολύμηνη αναμονή για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, η κυβέρνηση επανέφερε το νομοσχέδιο που είχε εν πολλοίς καταθέσει πριν από έξι μήνες και το οποίο η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, είχε κατακρίνει ως προβληματικό και αναντίστοιχο με τη χρονική συγκυρία.
Το κατατεθέν νομοσχέδιο:
– Θέτει και πάλι ζητήματα παραβίασης της ελευθερίας της έκφρασης. Και τούτο, διότι αντί να σέβεται, όπως οφείλει κάθε δημοκρατία, όλες τις απόψεις (όσο ακραίες και αν είναι αυτές), περιέχει ένα εξαιρετικά κακότεχνο άρθρο περί δημόσιου εγκωμιασμού και άρνησης εγκλημάτων (άρθρο 2), το οποίο μπορεί οδηγήσει σε ακραίες διώξεις προσώπων για την διαφορετική ανάγνωση των ιστορικών και πολιτικών γεγονότων και μάλιστα δεν περιλαμβάνει καν τη ρήτρα τα εγκλήματα αυτά να έχουν αναγνωριστεί ως τέτοια από αρμόδιο Διεθνές Δικαστήριο.
– Είναι ένα νομοσχέδιο κατώτερο των δυσμενών κοινωνικών και πολιτικών περιστάσεων, αφού αφενός μεν εξαντλείται στην διεύρυνση της τιμώρησης του ρατσιστικού λόγου, αφετέρου δε προσπαθεί με περισσή ευκολία και προχειρότητα να ξεφορτωθεί το ζήτημα της αντιμετώπισης του ρατσισμού στη χώρας μας: δηλαδή την εξιχνίαση των ρατσιστικών χαρακτηριστικών και την τιμωρία της ρατσιστικής βίας. Στην Ελλάδα η ρατσιστική βία ενδημεί και δεν τιμωρείται. Ούτε καν ταξινομείται.
– Είναι και πάλι ελλιπές και αποσπασματικό, αφού, μεταξύ άλλων, αφενός μεν παραλείπεται ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου και μένουν εκτός της προστατευτικής εμβέλειας του κατηγορίες προσώπων ευάλωτες στη ρατσιστική βία (άρθρο 1 παρ. 1), αφετέρου δε από την τυχόν ευθύνη των νομικών προσώπων εξαιρούνται αδικαιολόγητα αυτά που ανήκουν στο δημόσιο τομέα.
Η κυβέρνηση πριν λίγους μήνες απέσυρε το νομοσχέδιο Ρουπακιώτη αξιολογώντας ότι δεν είναι σημαντικό. Τώρα, συρμένη από το βάρος της συγκυρίας μετά τη δολοφονία Φύσσα και την καθυστερημένη δικαστική διερεύνηση των εγκλημάτων μελών της Χρυσής Αυγής νιώθει αμήχανα. Πρέπει να πει κάτι αντιρατσιστικό το οποίο φυσικά δεν της βγαίνει. Και φυσικά, πάλι δεν πείθει.