Στα χτεσινά δελτία ειδήσεων υπήρχε ένας συμβολισμός στον οποίο θα έπρεπε ίσως να δώσουμε μεγαλύτερη σημασία.
Η Μαρίν Λε Πεν, πραγματοποίησε επίθεση «από τα αριστερά» στον πατέρα της Ζαν- Μαρί Λε Πεν για τα αντισημιτικά του σχόλια . Την ίδια ημέρα ο Έλληνας πρωθυπουργός τοποθετούσε τον παλαιό συνομιλητή του Λε Πεν, Μάκη Βορίδη, στη θέση του υπουργού Υγείας.
Είναι λίγες οι χώρες στην Ευρώπη, όπου το αγαπημένο παιδί του πρώην δικτάτορα Παπαδόπουλο και παλιός συνοδοιπόρος του ναζιστή Μιχαλολιάκου, θα μπορούσε να λάβει ένα τέτοιο χρίσμα.
Είναι και λίγες οι κυβερνήσεις, βέβαια, με εξαίρεση τη φασιστική κυβέρνηση της Ουκρανίας, που θα μπορούσαν να συνδυάσουν έναν κοσμοπολίτη, τεχνοκράτη υπουργό οικονομικών με ορισμένα από τα πιο εθνικιστικά, λαϊκιστικά στοιχεία της δεξιάς, όπως η Βούλτεψη, ο Ντινόπουλος και ο Γιακουμάτος, που τοποθετήθηκαν σε υπουργικές θέσεις για να κραυγάζουν κάθε βράδυ στα «μεσημεριανάδικα» και στα «νυχτερινάδικα» δελτία ειδήσεων.
Σημαίνει μήπως αυτός ο συνδυασμός ότι ο Σαμαράς καίει τις τελευταίες του εφεδρείες προσπαθώντας να συνδυάσει τα αταίριαστα – βάζει δηλαδή στο τραπέζι ό,τι του περίσσεψε από τον πάτο του βαρελιού;
Κάθε άλλο.
Η αντίθεση του οικονομικού επιτελείου με το υπόλοιπο υπουργικό συμβούλιο αποτελεί μάθημα στρατηγικής από την πλευρά του Μαξίμου.
Καταρχάς γιατί με το καθημερινό τους «ξεκατίνιασμα» οι νέοι υπουργοί θα προκαλούν την απαραίτητη βαβούρα στα παλαιά ΜΜΕ και τα social media δίνοντας στον υπουργό οικονομικών την ησυχία που χρειάζεται για να εντείνει την κοινωνική γενοκτονία ενός ολόκληρου λαού.
Κατά δεύτερον γιατί το επιτελείο Σαμαρά έπιασε το νόημα των ευρωεκλογών, το οποίο έδειξε ότι ένα μεγάλο τμήμα των Ευρωπαίων ψηφοφόρων αναζητά πολιτικούς με τους οποίους ελπίζει να αντισταθμίσει την επέλαση των δυνάμεων της αγοράς και την ολοκληρωτική οικονομική επέλαση της Γερμανίας.
Η επιστροφή στα μέσα προστασίας που προσέφερε το έθνος κράτος δεν είναι λανθασμένη επιλογή σε μια περίοδο κυριαρχίας της οικονομίας – καζίνο των χρηματαγορών. Αντιθέτως αποδεικνύει πόσο καλά λειτουργεί σε ορισμένες περιπτώσεις το ένστικτο των ψηφοφόρων. Το πρόβλημα είναι ότι η αριστερά απέτυχε να παρουσιάσει συγκροτημένες εναλλακτικές προτάσεις, που θα χρησιμοποιούσαν το κράτος σαν ασπίδα προστασίας των πολιτών, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο για την επέλαση της εθνικιστικής δεξιάς.
Η αναφορά από την Αριστερά σε αφηρημένες έννοιες ευρωπαϊκού διεθνισμού, μέσα μάλιστα στο αντιδημοκρατικό πλαίσιο της ΕΕ, και η καταδίκη σαν «εθνικιστικής» κάθε πρότασης που ζητούσε επιστροφή στα εθνικά μέσα χάραξης δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής ήταν φυσικό να αποξενώσει μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος που αναζητούσε μια ελάχιστη αξιοπρέπεια απέναντι στην καθημερινή ταπείνωση που αντιμετωπίζει.
Τι πέτυχε λοιπόν ο Σαμαράς με τον ανασχηματισμό; Ουσιαστικά παρέδωσε ολοκληρωτικά τη χώρα στο διεθνές τραπεζικό λόμπι, του οποίου ο Γκίκας Χαρδούβελης αποτελεί βασικό εκπρόσωπο, ενώ παράλληλα επιχείρησε να ικανοποιήσει τα εθνικιστικά αισθήματα της βάσης του κόμματός του. Τοποθέτησε μια βιτρίνα τύπου Λε Πεν για να κρύψει τους ανθρώπους των ελληνικών και ξένων τραπεζών που έχουν αναλάβει και επισήμως τη διακυβέρνηση της χώρας.
Ως σκέψη είναι άριστη. Το αν θα του βγει και στην πράξη μένει να αποδειχτεί.
Άρης Χατζηστεφάνου