Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε πριν από μερικούς μήνες στο Protagon, από τον Τάκη Μίχα και αποτελεί μια απόπειρα λογοτεχνίζουσας κριτικής στο κίνημα κατά των διοδίων – ή αν προτιμάτε μια προληπτική στήριξη στους εργολάβους που ετοιμάζονταν τότε για νέες αυξήσεις.
Εν ολίγοις υποστηρίζει ότι όσοι δεν επιθυμούν να πληρώνουν τα έργα με τα οποία τρεφεται εδώ και δεκαετίες το κρατικοδίαιτο σύστημα των εργολάβων – μιντιαρχών, σε λίγο θα πάρουν καλάσνικοφ και θα σκοτώνουν ανθρώπους στους δρόμους.
Παρόλα αυτά πιστεύουμε ότι το κείμενο επιδέχεται πολλαπλών αναγνώσεων. Αντικαταστήστε απλώς τους καλασνικοφόρους με τις εταιρείες διαχείρισης διοδίων και το “κόμμα” με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και θα καταλάβετε:
“Ο Γιώργος χαμήλωσε ταχύτητα καθώς πλησίαζε το σημείο της λεωφόρου Βουλιαγμένης όπου παλαιότερα υπήρχε το μεγάλο σουπερμάρκετ του Βασιλόπουλου. Κατέβασε το τζάμι του παραθύρου όπως συνήθιζε κάθε πρωί για να πληρώσει τις 1000 «νέες» δραχμές που ήταν τα «διόδια». Ο νεαρός με το Καλάσνικοφ στον ώμο και το τσιγάρο στα χείλη πήρε τα χρήματα και με βαριεστημένο ύφος του έγνεψε να συνεχίσει.
Ο Γιώργος είχε εγκαταλείψει την χώρα στις αρχές του 2011 τότε που είχε γίνει η λεγόμενη «Μεγάλη Έξοδος». Τότε είχε λακίσει κόσμος και κοσμάκης προς τα έξω να βρει δουλειά. Μετά από μερικά χρόνια έκανε ένα σύντομο ταξίδι στην Αθήνα για να δει τον πατέρα του που’χε βαριά αρρώστια. Η πρωτεύουσα είχε γίνει αγνώριστη. Στους περισσότερους μεγάλους δρόμους-οπως στην Βουλιαγμένης- διαφέντευαν συμμορίες με άρματα που έβαζαν «διόδια» στους περαστικούς. Απ αυτά ζούσαν.
Από την Βάρκιζα μέχρι το Σύνταγμα υπήρχαν 4 «διόδια» που έπρεπε να πληρώσεις αν ήθελες να κατέβεις στο κέντρο της Αθήνας. Μπορούσες φυσικά να πας και από εσωτερικά δρομάκια- και εκεί έπρεπε να πληρώσεις, όμως λιγότερα. Ο Γιώργος θυμήθηκε με νοσταλγία τις παλιές καλές ημέρες του «Δεν πληρώνω». Τότε σήκωνε με τους άλλους συντρόφους τις μπάρες έλεγχου στους μεγάλους αυτοκινητοδρόμους και έτσι ο κοσμάκης πήγαινε στην δουλειά του χωρίς να πληρώνει. Απίστευτος χαβαλές! Και κανείς δεν τους εμπόδιζε. Όμως οι τύποι που επάνδρωναν αυτά τα νέα «διόδια» στην Βουλιαγμένης δεν είχαν καμιά σχέση με τους καλοσυνάτους ελεγκτές της παλαιάς εποχής που δεν τους έλεγαν τίποτα ακόμα κι όταν o Γιώργος κι η παρέα του κατέστρεφαν τις μπάρες όπως τους είχε ορμηνέψει το Κόμμα. Τούτοι δώ ήσαν με το δάχτυλο στην σκανδάλη και με το μάτι θολό. Την τελευταία φορά που κάποιος πήγε να περάσει χωρίς να πληρώσει τον έβγαλαν από το αυτοκίνητο,του πέρασαν το λάστιχο στο λαιμό, του έβαλαν φωτιά και τον έκαναν μπουρλότο…
Ο Γιώργος άναψε την μηχανή και ξεκίνησε το αυτοκίνητο. Είχε δώσει ακριβώς τα λεφτά που ζητούσαν και έτσι δεν περίμενε ρέστα-αν και φυσικά ποτέ δεν σου διναν ρέστα αν έδινες παραπάνω λεφτά.
Τα νέα αυτά «διόδια» εμφανίστηκαν από την μια μέρα στην άλλη, χωρίς να το καταλάβει κανείς. Μια μέρα μια ντουζίνα «αγανακτισμένοι κάτοικοι» της Γλυφάδας αποφάσισαν να κλείσουν τον δρόμο εκεί στο ύψος του City Plazza..Κανείς δεν τους εμπόδισε γιατί το να κλείνεις τον δρόμο ήταν όπως λεγανε τότε «κεκτημένο δικαίωμα». Όμως αντί να συμβεί αυτό που γινόταν σε άλλες περιπτώσεις- όπου μετά από μερικές ώρες έφευγαν και πήγαιναν σπίτια τους- αυτή την φορά οι «αγανακτισμένοι» αποφάσισαν να μείνουν. Έφεραν μπάζα και πέτρες έκλεισαν το δρόμο και ταμπουρωθήκαν. Στην αρχή, τις πρώτες μέρες απλά εμπόδιζαν τα αυτοκίνητα να περάσουν και με την βοήθεια της αστυνομίας τα κατεύθυναν αλλού. Όμως μετά από μερικές ημέρες κάποιος έκανε την σκέψη ότι αντί να εμποδίζουν τα αυτοκίνητα θα μπορούσαν να τα χρεώνουν «διόδια» και να τα αφήνουν να περνανε. Τα λεφτά φυσικά που θα εισέπρατταν δεν θα τα κρατούσαν για πάρτη τους -όχι όλα τουλάχιστον- αλλα θα τα έδιναν στο Κόμμα. Η ιδέα έπιασε αμέσως και σε λίγο επεκτάθηκε και σε άλλες συνοικίες και αυτοκινητοδρόμους
Φυσικά με τον καιρό τα πράγματα άλλαξαν. Τα πολιτικά πανό εξαφανιστήκαν από τα οδοφράγματα καθώς και τα «επαναστατικά» τραγούδια. Και τα λεφτά από τα «διόδια» δεν πήγαιναν πια στο Κόμμα αλλά στον φημισμένο Νοβακ τον Σέρβο, που έκανε κουμάντο στη Γλυφάδα και στη Βάρη.
Μ’αυτες τις σκέψεις και χωρίς να το καταλάβει ο Γιώργος έφτασε στο επόμενο οδόφραγμα στο ύψος του Νέου Κόσμου. Έβαλε πάλι το χέρι στην τσέπη όπως πια είχε συνηθίσει…”