Στην μεγαλύτερη οικονομική απάτη των τελευταίων χρόνων αναδείχθηκε ο περίφημος «δημοσιονομικός γκρεμός» – το τεχνητό χρονικό όριο που έθεσαν από κοινού Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι για να πείσουν την αμερικανική κοινή γνώμη να αποδεχθεί ένα σαρωτικό χτύπημα σε κοινωνικά δικαιώματα που κερδήθηκαν ήδη από τη δεκαετία του 1930. Θεωρητικά εάν δεν επιτυγχανόταν συμφωνία για τον περιορισμό του δημοσιονομικού ελλείμματος θα ενεργοποιούνταν αυτομάτως μηχανισμοί περικοπών και αυξήσεων στην φορολογία που θα οδηγούσαν την οικονομία στην άβυσσο της ύφεσης. Στην πραγματικότητα η συμφωνία αποτελεί ολομέτωπη επίθεση στο σύστημα υγείας και πρόνοιας το οποίο ο ίδιος ο Ομπάμα είχε προσπαθήσει να ενισχύσει, χωρίς επιτυχία, στους πρώτους μήνες της προηγούμενης θητείας του.
Το «καρότο» της συμφωνίας που επέβαλε ο Ομπάμα ήταν μια πολύ μικρή αύξηση της φορολογίας εισοδήματος για το πλουσιότερο 0.7% των νοικοκυριών, η οποία όμως αντισταθμίζεται με σειρά άλλων κρυφών ελαφρύνσεων για το μεγάλο κεφάλαιο. Με μια σχεδόν μυστική συμφωνία, που είχε επιτευχθεί ήδη από τον Αύγουστο, ορισμένες από τις μεγαλύτερες αμερικανικές πολυεθνικές, από την General Electric και την Citibank μέχρι τις μεγαλύτερες εταιρείες του Χόλιγουντ, θα απολαύσουν φορολογικές ελαφρύνσεις 76 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Είχε προηγηθεί πρωτοφανής κινητοποίηση των μεγαλύτερων εταιρειών λόμπι, που ανάλαβαν να ασκούν ασφυκτικές πιέσεις σε γερουσιαστές, ώστε να μην καταργηθούν ρυθμίσεις που επιτρέπουν σε πολυεθνικές να μεταφέρουν τα κέρδη τους σε φορολογικούς παραδείσους.
Στην πραγματικότητα αυτό που πετυχαίνει η συμφωνία είναι να μονιμοποιήσει τις φορελαφρύνσεις για τους πλούσιους που είχε επιβάλλει η κυβέρνηση Μπους διατηρώντας τη φορολογία του κεφαλαίου στο 20%. Παράλληλα όμως αυξάνει τη φορολογία για το 77% των πολιτών. Μια μέση οικογένεια με συνολικό εισόδημα 50.000 δολαρίων θα πληρώσει το 2013 χίλια δολάρια επιπλέον φόρου.
Το τελικό αποτέλεσμα είναι ακριβώς το αντίθετο από αυτό για το οποίο υποτίθεται ότι έγινε όλη η «σύγκρουση»: Η συμφωνία θα αυξήσει το δημοσιονομικό έλλειμμα κατά τέσσερα τρισεκατομμύρια δολάρια την επόμενη δεκαετία. Πρόκειται δηλαδή για μια νέα αναδιανομή εισοδήματος από τους φορολογούμενους προς το πλουσιότερο 1% του πληθυσμού.
Ίσως πάντως το σημαντικότερο δίδαγμα για τους εργαζομένους και τους συνταξιούχους της Ευρώπης και ολόκληρου του κόσμου να προέρχεται από τη «μαεστρία» με την οποία οι αμερικανικές οικονομικές ελίτ κατάφεραν να κοροϊδέψουν εκατοντάδες εκατομμύρια πολιτών. Τα στελέχη της Γουόλ Στριτ πρέπει να δάκρυζαν από τα γέλια καθώς το σύνολο των κυρίαρχων μέσων ενημέρωσης στις ΗΠΑ, σαν άλλοι Μάγιας, προέβλεπαν το τέλος του κόσμου την 1η Ιανουαρίου του 2013. Οι έμμισθοι κονδυλοφόροι, από το ακροδεξιό, λαϊκιστικό κανάλι Φοξ, του Ρούμπερτ Μέρντοχ, μέχρι τη «φιλελεύθερη ναυαρχίδα» των Νιου Γιορκ Τάιμς, ψεύδονταν ασύστολα για μήνες σχετικά με τις επιπτώσεις του δημοσιονομικού γκρεμού. Είναι ενδεικτικό ότι οι παρουσιαστές μιλούσαν για «οργή» των πολιτών απέναντι στην αδυναμία των πολιτικών να περιορίσουν το δημόσιο χρέος τη στιγμή που όλες οι δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η πλειονότητα των Αμερικανών αντιδρά στις περικοπές προγραμμάτων πρόνοιας του δημοσίου.
Διάσημοι οικονομολόγοι, όπως ο Γκάλμπρεϊθ, είχαν διαψεύσει ένα προς ένα τα επιχειρήματα των ΜΜΕ, χωρίς όμως κανένας να τους δίνει σημασία. Συγκεκριμένα εξηγούσαν ότι ακόμη και αν καθυστερούσε η επίτευξη συμφωνίας μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών οι επιπτώσεις στην αμερικανική οικονομία όχι μόνο δεν θα ήταν τόσο σφοδρές όσο περιγράφονταν αλλά δεν θα γίνονταν αισθητές για πολλούς μήνες. Αυτό σημαίνει ότι η επίτευξη οποιασδήποτε συμφωνίας θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς πίεση χρόνου σε διάστημα αρκετών εβδομάδων. Έτσι όμως θα χάνονταν το πλεονέκτημα του πανικού που είχαν καταφέρει να σπείρουν τα μέσα ενημέρωσης στον πληθυσμό.
Το τεράστιο χρέος των ΗΠΑ είναι φυσικά υπαρκτό και μάλιστα αποτελεί ένδειξη των δομικών αδυναμιών που συσσωρεύονται στην αμερικανική οικονομία και στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Με δεδομένη όμως την αδυναμία των Ευρωπαίων να αμφισβητήσουν το δολάριο ως παγκόσμιο νόμισμα, οι ΗΠΑ μπορούν να τροφοδοτούν τα χρέη τους με σειρά διαφορετικών τεχνικών χωρίς να διατρέχουν άμεσο κίνδυνο. Σε τελική ανάλυση η Ουάσινγκτον κλήθηκε απλώς να αποφασίσει ποιος θα πληρώσει τα σπασμένα της χρηματοπιστωτικής κρίσης η οποία μετατράπηκε σε δημοσιονομική. Και η απάντηση που έδωσε ανενδοίαστα ήταν… οι φορολογούμενοι.
Η προπαγανδιστική τεχνική που ακολουθήθηκε είναι πανομοιότυπη με αυτήν που χρησιμοποιούν τα μέσα ενημέρωσης στην ευρωπαϊκή περιφέρεια πριν από την είσπραξη κάθε δόσης από το ΔΝΤ και την ΕΕ: Οι «παπαγάλοι» των νυχτερινών δελτίων ειδήσεων προβλέπουν αδυναμία του δημοσίου τομέα να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις τους (σε μπανανίες όπως η Ελλάδα μιλούν και για ελλείψεις τροφίμων στα σούπερ μάρκετ) προκειμένου να δικαιολογηθεί η εφαρμογή ακόμη σκληρότερων αντιλαϊκών μέτρων.
Η επιτυχία αυτής της τεχνικής στις ΗΠΑ ήταν τόσο μεγάλη ώστε ήδη έχει τεθεί το επόμενο «ανυπέρβλητο» χρονικό όριο. Το Μάρτιο οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναπροσαρμόσουν το λεγόμενο «ταβάνι του δημοσιονομικού χρέους» με το οποίο καθορίζεται το όριο του δανεισμού. Μια διαδικασία που θα μπορούσε να αποτελεί λογιστική τυπικότητα θα παρουσιαστεί και πάλι σαν το «τέλος του κόσμου» προκειμένου ο πληθυσμός να αποδεχθεί το τελειωτικό χτύπημα στα απομεινάρια του κράτους πρόνοιας και του Νιου Ντιλ. Το κόλπο δοκιμάστηκε με επιτυχία και τον Αύγουστο του 2011 επιτρέποντας στο πολιτικό κατεστημένο να περικόψει τις δημόσιες δαπάνες για την πρόνοια κατά ένα τρισεκατομμύριο δολάρια.
Με τη συμφωνία για το δημοσιονομικό γκρεμό ο Ομπάμα απέδειξε ότι αποτελεί την επιλογή του μεγάλου χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου – το οποίο άλλωστε του επέτρεψε να διατηρήσει τον προεδρικό θώκο για δεύτερη θητεία προσφέροντάς του ένα δισεκατομμύριο σε προεκλογικές χορηγίες.
Άρης Χατζηστεφάνου
ΠΡΙΝ 5/1/2012
Σχετικά θέματα: