Αν έπρεπε να συγκρατήσει κανείς μια εικόνα για το σύγχρονο κοινωνικό κράτος και το οικονομικό succes story στη Μεγάλη Βρετανία του 2013, αυτή θα ήταν αναμφισβήτητα οι επιχειρήσεις που πραγματοποιούσε η βρετανική αστυνομία για να «κλέβει» τα υπάρχοντα αστέγων.
Σε μια προσπάθεια να περιορίσουν, όπως υποστήριζαν το φαινόμενο των ανθρώπων που κοιμούνται στους δρόμους, αστυνομικοί λάμβαναν εντολές να προχωρούν σε κατασχέσεις του φαγητού, των κουβερτών ή ακόμη και των χαρτονιών που χρησιμοποιούσαν οι άστεγοι για να προστατευτούν από το κρύο.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ θα ήταν σίγουρα υπερήφανη αν έβλεπε τα «αγόρια» της, όπως αποκαλούσε τους ένστολους του στρατού και της αστυνομίας, να επιβάλλουν ένα μέτρο το οποίο όχι μόνο δεν δίνει λύση σε κανένα πρόβλημα αλλά θέτει σε κίνδυνο τις ζωές των ανθρώπων που η δική της πολιτική πέταξε στους δρόμο.
Οι Βρετανοί είναι βέβαια συνηθισμένοι εδώ και δεκαετίες να παρακολουθούν τις κυβερνήσεις τους να επιβάλλουν οικονομικά μέτρα τα οποία προκαλούν θυμηδία ή οργή στον υπόλοιπο πλανήτη. Οι μεγαλύτεροι θα θυμούνται ενδεχομένως την απόφαση του πρωθυπουργού Τζέιμς Κάλαχαν το 1978 να διακόπτει από πολύ νωρίς το πρόγραμμα της κρατικής τηλεόρασης προκειμένου οι πολίτες να πηγαίνουν νωρίτερα για ύπνο και να μην καταναλώνουν πολλά καύσιμα για θέρμανση. Το μόνο αποτέλεσμα που έφερε βέβαια η συγκεκριμένη απόφαση ήταν ότι ύστερα από εννέα μήνες παρατηρήθηκε έκρηξη στον αριθμό των γεννήσεων καθώς οι Βρετανοί είχαν βρει έναν άλλο τρόπο να περνάνε τις κρύες νύχτες του λεγόμενου «χειμώνα της δυσαρέσκειας».
Επιβεβαιώνοντας ότι η λιτότητα περνά πάντα από το κρεβάτι, οι Βρετανοί ονόμασαν το χαράτσι που τους επιβλήθηκε στα μέσα του 2013 «φόρο της κρεβατοκάμαρας» αφού υπολογίζεται με βάση τα υπνοδωμάτια που περισσεύουν σε κάθε σπίτι. Κάθε οικογένεια δηλαδή πλήρωνε ένα είδος φορολογικού «πρόστιμου» αν υπήρχαν δωμάτια στα οποία δεν κοιμόταν κανένας. Το αποτέλεσμα, εκτός από ξεκαρδιστικούς τίτλους στις βρετανικές εφημερίδες, ήταν τρομακτικό για τα μεσαία και χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Τουλάχιστον 50.000 άνθρωποι βρέθηκαν αντιμέτωποι με το ενδεχόμενο άμεσης έξωσης καθώς αδυνατούσαν να πληρώσουν στους ιδιοκτήτες των σπιτιών το χαράτσι που περιλαμβανόταν πλέον στο νέο ενοίκιο.
Ο φόρος της κρεβατοκάμαρας θύμισε σε αρκετούς τον περίφημο «κεφαλικό φόρο που είχε επιχειρήσει να επιβάλει η Μάργκαρετ Θάτσερ το 1991 προκαλώντας την μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη που είχε γνωρίσει το Ηνωμένο Βασίλειο από τη δεκαετία του ’60 και η οποία σηματοδότησε και το πολιτικό τέλος της “σιδηράς κυρίας”. Ενώ όμως χιλιάδες Βρετανοί «γιόρτασαν» φέτος το θάνατο της Θάτσερ με ολονύχτια πάρτι σε όλη τη χώρα, πολλοί λιγότεροι ήταν αυτοί που βγήκαν στους δρόμους για να διαμαρτυρηθούν για το φόρο της κρεβατοκάμαρας.
Η πολιτική λιτότητας που εφαρμόζεται στη Βρετανία ήδη από το 2008 και η οποία κλιμακώθηκε μετά την ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Κάμερον άρχισε να δείχνει από φέτος το τρομακτικό της πρόσωπο κυρίως στους νέους και τους συνταξιούχους.
Με πρόσχημα την αντιμετώπιση της ανεργίας στους νέους η κυβέρνηση προωθεί προγράμματα σύγχρονης δουλείας στα οποία οι μακροχρόνια άνεργοι νέοι θα εργάζονται χωρίς να πληρώνονται με μοναδικό αντάλλαγμα ορισμένα επιδόματα πρόνοιας.
Παράλληλα η κυβέρνηση Κάμερον ετοιμάζεται να δεσμεύσει και μια ολόκληρη γενιά φοιτητών σε ιδιωτικές εταιρείες καθώς επιχειρεί να να ιδιωτικοποιήσει τα χρέη των φοιτητικών δανείων ακολουθώντας το καταστροφικό παράδειγμα των Ηνωμένων πολιτειών.
Την ίδια ώρα τουλάχιστον ένα εκατομμύριο νέοι βρίσκονται πλέον στην ανεργία και αναγκάζονται να διακόπτουν τις εισφορές τους στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και ίδιως στα ιδιωτικά ταμεία που προωθούν διαδοχικές κυβερνήσεις. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική των δυο τελευταίων δεκαετιών στο χώρο της ασφάλισης δημιουργεί ένα εφιαλτικό τοπίο για τους μελλοντικούς συνταξιούχους οι οποίοι όχι μόνο δεν συμπληρώνουν τα συντάξιμα χρόνια αλλά βλέπουν και τις συντάξεις τους να κινδυνεύουν από τις «έξυπνες τοποθετήσεις» των ασφαλιστικών ταμείων στο χρηματιστήριο.
Το δεύτερο τμήμα του πληθυσμού που ένοιωσε τις επιπτώσεις της πολιτικής λιτότητας ήταν οι ηλικιωμένοι που είδαν τα επιδόματα τους να ψαλιδίζονται. Τουλάχιστον μισό εκατομμύριο συνταξιούχοι και άτομα με ειδικές ανάγκες έχασαν οριστικά την πρόσβαση σε επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας.
Ως απάντηση σε αυτή την κατάσταση μεγάλο τμήμα του βρετανικού Τύπου επιχειρεί να διασώσει το προφίλ του υπουργού οικονομικών Τζορτζ Όσμπορν υποστηρίζοντας ότι χάρη στη λιτότητα η βρετανική οικονομία θα ξεπεράσει αυτή της Γαλλίας και της Γερμανίας μετά το… 2030. Στηριζόμενος σε αμφιλεγόμενες προβλέψεις ότι η βρετανική οικονομία εξέρχεται από την ύφεση των τελευταίων χρόνων και θα παρουσιάσει ρυθμούς ανάπτυξης 2.8% για το 2014, ο Όσμπορν επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί την σημαντική μείωση επενδύσεων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, την οποία προκάλεσε η πολιτική του.
Ακόμη και αν αγνοήσει κανείς το τεράστιο κοινωνικό κόστος η πολιτική της βρετανικής κυβέρνησης χαρακτηρίστηκε ως αποτυχημένη ακόμη και από συντηρητικά έντυπα όπως ο Νιου Γιόρκερ, που δεν φημίζονται για τις προοδευτικές αλλά ούτε καν για τις κεινσιανού τύπου απόψεις τους. Οι συντάκτες του περιοδικού αποδίδουν την ασθενική αύξηση του ΑΕΠ σε τεχνάσματα της κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας η οποία δημιούργησε μια τεχνητή αίσθηση ανάπτυξης με την πολιτική χαμηλών επιτοκίων και τις παρεμβάσεις στην αγορά ακινήτων που τόνωσαν προς στιγμήν τον κλάδο των κατασκευών.
Μια τέτοια πολιτική θα δείξει σύντομα τα όριά της. Και οι άστεγοι του Λονδίνου που πρέπει να κρύβουν πλέον τις κουβέρτες τους για να μην τις κλέψει η αστυνομία έχουν καταλάβει καλύτερα από όλους το πραγματικό πρόσωπο της «ανάπτυξης».
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ, 29/12/2013