Η ιατρική ανθρωπιστική οργάνωση Γιατροί Χωρίς Σύνορα (Médecins Sans Frontières/MSF) ανακοίνωσε ότι δεν θα λαμβάνει πλέον πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη-μέλη, εκφράζοντας την αντίθεσή της στις καταστροφικές πολιτικές αποτροπής και τις προσπάθειές τους να ωθήσουν τους ανθρώπους που αναζητούν προστασία, μακριά από τις ευρωπαϊκές ακτές. Η απόφαση αυτή θα εφαρμοστεί άμεσα και θα ισχύει για τα προγράμματα των Γιατρών Χωρίς Σύνορα σε όλο τον κόσμο.
Τρεις μήνες μετά την έναρξη της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, την οποία οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρουσιάζουν ως επιτυχία, οι ίδιοι οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη προστασίας εγκαταλείπονται και είναι αυτοί που μετρούν το πραγματικό ανθρώπινο κόστος αυτής της συμφωνίας. Στα ελληνικά νησιά, περισσότεροι από 8.000 άνθρωποι, μεταξύ των οποίων εκατοντάδες ασυνόδευτα ανήλικα παιδιά, υφίστανται τις άμεσες συνέπειες. Ζουν σε άθλιες συνθήκες, σε συνωστισμένους καταυλισμούς, μερικές φορές ακόμα και για μήνες. Φοβούνται μια αναγκαστική επιστροφή στην Τουρκία αλλά στερούνται ουσιαστικής νομικής βοήθειας, το μόνο τους όπλο ενάντια σε μια μαζική απέλαση. Οι περισσότερες από αυτές τις οικογένειες, τις οποίες η Ευρώπη τις κρατά μακριά από την κοινή θέα, έχουν εγκαταλείψει εμπόλεμες ζώνες της Συρίας, του Ιράκ και του Αφγανιστάν.
«Για μήνες, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα μιλούν δημόσια για μια επαίσχυντη ευρωπαϊκή απάντηση, η οποία εστιάζει στην αποτροπή και όχι την παροχή βοήθειας και προστασίας στους ανθρώπους που τη χρειάζονται», δήλωσε ο Ζερόμ Ομπερέιτ (Jerome Oberreit), Διεθνής Γενικός Γραμματέας των Γιατρών Χωρίς Σύνορα. «Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα και θέτει την ίδια την έννοια του “πρόσφυγα” και την προστασία που προσφέρει σε κίνδυνο.»
Την περασμένη εβδομάδα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια νέα πρόταση που αναπαράγει τη λογική της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας, σε περισσότερες από 16 χώρες στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή. Αυτές οι συμφωνίες θα επιβάλουν περικοπές στο εμπόριο και την αναπτυξιακή βοήθεια στις χώρες που δεν θα σταματούν τη μετανάστευση προς την Ευρώπη ή δεν θα διευκολύνουν τις βίαιες επιστροφές, ενώ ταυτόχρονα θα επιβραβεύονται εκείνες οι χώρες που το κάνουν. Μεταξύ αυτών των πιθανών εταίρων είναι η Σομαλία, η Ερυθραία, το Σουδάν και το Αφγανιστάν – τέσσερις από τις δέκα κορυφαίες χώρες* προέλευσης προσφύγων.
«Το μόνο που μπορεί να προσφέρει η Ευρώπη προς τους πρόσφυγες είναι η παραμονή τους σε χώρες από τις οποίες επιθυμούν απελπισμένα να φύγουν; Για άλλη μια φορά, η Ευρώπη δεν εστιάζει στο πώς θα προστατευτούν οι άνθρωποι, αλλά στο πώς θα κρατηθούν αποτελεσματικά μακριά», λέει ο Ομπερέιτ.
Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας θέτει ένα επικίνδυνο προηγούμενο για άλλες χώρες που φιλοξενούν πρόσφυγες, στέλνοντας το μήνυμα ότι η φροντίδα προς τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους είναι προαιρετική και ότι μπορούν να εξαγοράσουν την υποχρέωσή τους για παροχή ασύλου. Τον περασμένο μήνα, η κυβέρνηση της Κένυας επικαλέστηκε τη μεταναστευτική πολιτική της Ευρώπης για να δικαιολογήσει την απόφασή της να κλείσει τον μεγαλύτερο καταυλισμό προσφύγων στον κόσμο, Νταντάαμπ, στέλνοντας τους κατοίκους του πίσω στη Σομαλία. Ομοίως, η συμφωνία δεν κάνει τίποτα για να ενθαρρύνει τις χώρες γύρω από τη Συρία, που ήδη φιλοξενούν εκατομμύρια πρόσφυγες, να ανοίξουν τα σύνορά τους σε όσους έχουν ανάγκη.
«Η προσπάθεια της Ευρώπης να αναθέσει σε τρίτες χώρες τον έλεγχο της μετανάστευσης έχει αλυσιδωτές συνέπειες, με τα κλειστά σύνορα να εκτείνονται σε όλη τη διαδρομή μέχρι τη Συρία. Οι άνθρωποι όλο και περισσότερο δεν έχουν πού να στραφούν», δήλωσε ο Ομπερέιτ. «Η κατάσταση στην Αζάζ της Συρίας, όπου 100.000 άνθρωποι είναι εγκλωβισμένοι ανάμεσα σε κλειστά σύνορα και τα μέτωπα του πολέμου θα είναι ο κανόνας και όχι η θανατηφόρα εξαίρεση;»
Το οικονομικό πακέτο της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας περιλαμβάνει ένα δις ευρώ για ανθρωπιστική βοήθεια. Υπάρχουν αναμφίβολα ανάγκες στην Τουρκία, μια χώρα η οποία φιλοξενεί σήμερα σχεδόν τρία εκατομμύρια πρόσφυγες από τη Συρία, αλλά αυτή η βοήθεια έχει αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης ως ανταμοιβή για υποσχέσεις περί ελέγχου των συνόρων, αντί να βασίζεται αποκλειστικά στις ανάγκες. Αυτή η χειραγώγηση της ανθρωπιστικής βοήθειας είναι απαράδεκτη.
«Οι πολιτικές αποτροπής που παρουσιάζονται στον κόσμο ως ανθρωπιστικές λύσεις έχουν επιδεινώσει τα δεινά των ανθρώπων που βρίσκονται σε ανάγκη. Δεν υπάρχει τίποτα το ανθρωπιστικό σε αυτές τις πολιτικές. Δεν μπορεί να γίνουν ο κανόνας και πρέπει να αμφισβητηθούν», τονίζει ο Ομπερέιτ. «Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεν θα λάβουν χρηματοδότηση από θεσμικά όργανα και κυβερνήσεις των οποίων οι πολιτικές προκαλούν τόσο κακό. Καλούμε τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να αντιστρέψουν τις προτεραιότητες – αντί να μεγιστοποιήσουν τον αριθμό των ατόμων που μπορούν να επαναπροωθήσουν, θα πρέπει να μεγιστοποιήσουν τον αριθμό των ανθρώπων που δέχονται και προστατεύουν.»