Το πρόσωπο του Βλαντίμιρ Πούτιν είχε τα ψυχρά χαρακτηριστικά ενός πρώην πράκτορα της KGB, αυτό που έλεγε όμως ισοδυναμούσε με γεωπολιτικό σεισμό. Την περασμένη εβδομάδα η Ρωσία εγκατέλειψε και επισήμως τα σχέδια κατασκευής του αγωγού φυσικού αερίου Σάουθ Στριμ, αξίας 40 δισεκατομμυρίων ευρώ, ο οποίος θα μετέφερε ρωσικό φυσικό αέριο από τις ακτές της Μαύρης Θάλασσας μέσω της Βουλγαρίας, της Σερβίας και της Ουγγαρίας, μέχρι την Αυστρία, παρακάμπτοντας την Ουκρανία. Η ρωσική Γκαζμπρόμ είχε ήδη επενδύσει 8 δισεκατομμύρια δολάρια, από τα οποία τουλάχιστον 400 εκατομμύρια είχαν φτάσει για έργα υποδομής στη Σερβία. Ο αγωγός θα κάλυπτε από το 10% έως το 20% των ενεργειακών αναγκών της Ευρώπης σε φυσικό αέριο.
Αν και η ανακοίνωση σχετίζεται και με τις πρόσφατες εξελίξεις στην αγορά ενέργειας, καθώς η πτώση της τιμής πετρελαίου, που συνδέεται με την τιμή του φυσικού αερίου, καθιστούν λιγότερο κερδοφόρο το εγχείρημα και στερούν από την Γκαζπρόμ τη ρευστότητα που απαιτούνταν για την ολοκλήρωσή του, η απόφαση αφορά περισσότερο τους διπλωμάτες και όχι τους οικονομολόγους της Ρωσίας.
Η ακύρωση του Σάουθ Στριμ μπορεί να θεωρηθεί στρατηγική νίκη της Ουάσιγκτον, η οποία χρησιμοποίησε γι’ αυτό το λόγο την υποτελή σε αυτήν κυβέρνηση της Βουλγαρίας που μπλόκαρε την κατασκευή του αγωγού. Συγκεκριμένα, η Σόφια διέκοψε δυο φορές τους τελευταίους μήνες τα έργα κατασκευής προκαλώντας την οργή της ρωσικής Γκαζπρόμ. Πιέσεις όμως προς τη Ρωσία ασκούσε τους τελευταίους μήνες και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. «Αν η Ευρώπη δεν θέλει τον αγωγό δεν θα τον έχει» δήλωσε ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν από την Τουρκία όπου ανακοίνωσε την ακύρωση του σχεδίου κατασκευής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προσπαθούσε εδώ και χρόνια να αποφύγει την κατασκευή του συγκεκριμένου αγωγού προωθώντας μαζί με τις ΗΠΑ τον ανταγωνιστικό αγωγό Ναμπούκο. Σε αντίθεση όμως με τον ομώνυμο βασιλιά στην όπερα του Βέρντι, ο «Ναβουχοδονόσορας» της Ουάσινγκτον και των Βρυξελλών πέθανε προτού ακόμη γεννηθεί.
Σαν να έπαιρναν εκδίκηση για την προηγούμενη ταπείνωσή τους οι αμερικανικές και γερμανικές εφημερίδες παρουσίασαν την απόφαση του Πούτιν σαν στρατηγική ήττα της Ρωσίας. «Η ήττα του Πούτιν» τιτλοφορούσε το σχετικό κείμενό της η γερμανική Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε, ενώ για «διπλωματική ήττα» έκανε λόγο και η αμερικανική εφημερίδα Νιου Γιορκ Τάιμς.
Πίσω όμως από τους πανηγυρισμούς του ευρωπαϊκού Τύπου για το τακτικό «χτύπημα» που κατάφερε η Κομισιόν στη Μόσχα αρχίζει να διαφαίνεται και η ανησυχία κύκλων της ΕΕ για μια κίνηση που προσδένει ακόμη περισσότερο την ήπειρο στο ενεργειακό παιχνίδι της Ουάσινγκτον. Δεν είναι μόνο ότι η γηραιά ήπειρος θα βρεθεί σύντομα να εξαρτάται περισσότερο από τις ενεργειακές πηγές της Μέσης Ανατολής, που ελέγχονται κυρίως από αμερικανόδουλα καθεστώτα, αλλά ότι ακόμη και η τροφοδοσία της από τη Ρωσία περνά αποκλειστικά από το απαρχαιωμένο δίκτυο της Ουκρανίας – η οποία επίσης πέρασε στον απόλυτο έλεγχο των ΗΠΑ μετά τις τελευταίες εκλογές στα δυτικά της χώρας. Οι Βρυξέλλες και κυρίως το Βερολίνο συνειδητοποιούν ότι εκτός από το κόστος των αμερικανικών κυρώσεων, που πλήττει σχεδόν αποκλειστικά την ευρωπαϊκή οικονομία, θα πρέπει τώρα να επενδύσουν πολύ περισσότερα απ’ όσα περίμεναν και για την Ουκρανία. Είναι χαρακτηριστικό ότι καθώς γράφονταν αυτές οι γραμμές η Γκαζπρόμ ανακοίνωσε ότι έλαβε από την Ουκρανία προκαταβολή ύψους 378,22 εκατομμυρίων δολαρίων για την αγορά φυσικού αερίου – δηλαδή τα χρήματα που έδωσε η ΕΕ στο Κίεβο καθώς αυτό αδυνατούσε να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του λόγω των αυξημένων δαπανών για τις πολεμικές επιχειρήσεις που πραγματοποιεί στις νοτιοανατολικές επαρχίες.
Για την ιστορία, να σημειωθεί ότι ο μεγαλύτερος χαμένος από την ακύρωση του σχεδίου κατασκευής του Σάουθ Στριμ είναι η κυβέρνηση της Σερβίας η οποία ανέμενε ρωσικές επενδύσεις δυο δισεκατομμυρίων ευρώ για τον αγωγό, σημαντικά έσοδα από τα δικαιώματα διέλευσης αλλά και ένα πακέτο αρκετών δισεκατομμυρίων από την εξαγορά σερβικών επιχειρήσεων από τους Ρώσους. Όλα αυτά όμως μέχρι χτες ή για την ακρίβεια μέχρι την περασμένη εβδομάδα.
Οι ευρύτερες γεωπολιτικές εξελίξεις που θα πυροδοτήσει η ακύρωση της κατασκευής του Σάουθ Στριμ σε παγκόσμιο επίπεδο είναι ακόμη δύσκολο να εκτιμηθούν καθώς οι κινήσεις των σημαντικότερων παικτών είναι συχνά αντικρουόμενες. Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι η Ρωσία αναπροσανατολίζει μεγάλο τμήμα της ενεργειακής της πολιτικής προς την Κίνα. Οι δυο πρόσφατες συμφωνίες που υπέγραψαν οι δυο χώρες τον Μάιο και τον Νοέμβριο θα συνδέσουν στρατηγικά τη Μόσχα με το Πεκίνο για το λιγότερο τρεις δεκαετίες, καθώς η Ρωσία δεσμεύτηκε να χορηγεί τουλάχιστον 40 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου ετησίως.
Αρκετά πιο ακανθώδες είναι όμως το ρωσικό άνοιγμα προς την Τουρκία. Ο Πούτιν υπέγραψε στην Άγκυρα συμφωνία προθέσεων για την επέκταση του υποθαλάσσιου αγωγού Μπλου Στριμ, ενώ συζητείται η κατασκευή ενός νέου αγωγού που θα μπορούσε να έχει την ίδια χωρητικότητα με τον Σάουθ Στριμ. Το μεγαλύτερο τμήμα μάλιστα των επενδύσεων που θα χρησιμοποιούνταν για τον αγωγό θα δαπανηθεί τώρα σε έργα που θα συνδέουν ενεργειακά τη Ρωσία με την Τουρκία. Ο τουρκικός Τύπος δικαίως έκανε λόγο για τη δυνατότητα μετατροπής της Τουρκίας σε ενεργειακό κόμβο του ρωσικού φυσικού αερίου – γεγονός που επηρεάζει πολλαπλώς και την Ελλάδα. Όσο καλό είναι όμως το κλίμα στις σχέσεις Άγκυρας – Μόσχας στον ενεργειακό τομέα τόσο τεταμένο παραμένει αναφορικά με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή και κυρίως στη Συρία. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι η Ουάσινγκτον θα επιχειρήσει το επόμενο διάστημα να κλιμακώσει την αντιπαράθεση της Τουρκίας με τη Ρωσία σε όλα τα ανοιχτά μέτωπα που χωρίζουν τις δυο χώρες.
Άρης Χατζηστεφάνου