Παιχνίδια στην πλάτη της αμερικανικής και της παγκόσμιας οικονομίας παίζουν δημοκρατικοί και ρεπουμπλικάνοι στις ΗΠΑ στην προσπάθειά τους να καθορίσουν όχι το αν αλλά το πως θα πραγματοποιήσουν την επόμενη επίθεση στα λαϊκά στρώματα. Σε μια ακόμη καλοστημένη κρίση, όπως αυτές που εμφανίστηκαν το 2010, το 2011 και το 2012, η κυβέρνηση Ομπάμα εμφανίζεται διατεθειμένη να ψαλιδίσει προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας στο πλαίσιο ενός «μεγάλου συμβιβασμού» με τους ρεπουμπλικάνους.
Το συνεχές αυτό παιχνίδι έχει επιτρέψει στα δυο κόμματα να περάσουν περικοπές δυο τρισεκατομμυρίων δολαρίων, γεγονός που φέρνει τις δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ για την εκπαίδευση, την υγεία, το περιβάλλον και τον πολιτισμό, στα χαμηλότερα επίπεδα που έχουν υπάρξει από τη δεκαετία του ’50.
Το προσωρινό λουκέτο σε αρκετές από τις λειτουργίες της κυβέρνησης, λόγω της άρνησης των ρεπουμπλικάνων να ψηφίσουν το νομοσχέδιο για τη χρηματοδότηση του προϋπολογισμού, έχει ήδη τρομακτικές επιπτώσεις για τουλάχιστον 800.000 εργαζόμενους του δημοσίου που βρέθηκαν σε αναγκαστική αργία. Παράλληλα, περίπου εννέα εκατομμύρια γυναίκες και παιδιά, που εξαρτώνται από κρατικά επιδόματα για την εξασφάλιση φαγητού βρίσκονται σε απελπιστική κατάσταση.
Οι επιπτώσεις είναι δυσανάλογα μεγαλύτερες για τον μαύρο πληθυσμό και τις γυναίκες καθώς απασχολούνται σε μεγαλύτερα ποσοστά στον δημόσιο τομέα χάρη στην πολιτική «θετικών διακρίσεων» για την προστασία των ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού. Οι λεγόμενες «μη ουσιώδεις» λειτουργίες του κρατικού μηχανισμού, που επηρεάζονται από το λουκέτο, αφορούν συνήθως την παροχή βοηθημάτων σε οικογένειες που βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας αλλά δεν επηρεάζουν άλλα κοστοβόρα τμήματα του δημόσιου τομέα όπως η λειτουργία των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων στο εξωτερικό.
Η κρίση έχει κάνει ήδη «μετάσταση» και στον ιδιωτικό τομέα, κυρίως σε εταιρείες που λειτουργούν ως υπεργολάβοι του δημόσιου τομέα, ενώ μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Λόκχιντ Μάρτιν ανακοίνωσαν ότι θα δώσουν αναγκαστικές άδειες σε 3.000 εργαζόμενους και θα αυξάνουν αυτό τον αριθμό κάθε εβδομάδα. Αν και για μεγάλο τμήμα του ιδιωτικού τομέα η κρίση ήταν το πρόσχημα που ζητούσαν για να επιτεθούν στα εργασιακά δικαιώματα των υπαλλήλων τους, η κατάσταση παραμένει ζοφερή απειλώντας την ούτως η άλλως ασθενική ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας.
Απώτερος στόχος αυτής της προσπάθειας, βέβαια, είναι η περικοπή κοινωνικών δαπανών στους τομείς της υγείας και της πρόνοιας έως και κατά μισό τρισεκατομμύριο δολάρια – γεγονός που θα ακυρώσει και στην πράξη τις ούτως ή άλλως ψαλιδισμένες ενέργειες του Ομπάμα για την καθολική κάλυψη του πληθυσμού. Ο Αμερικανός πρόεδρος έκανε σαφές από τις πρώτες ώρες της κρίσης ότι είναι διατεθειμένος να συμφωνήσει με αρκετούς από τους όρους των ρεπουμπλικάνων ώστε να ξανατεθεί σε λειτουργία ο κρατικός μηχανισμός, με αντάλλαγμα βαριές περικοπές που θα πλήξουν τα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα.
Μεταξύ άλλων διαπραγματεύεται τη μείωση της φορολογίας μεγάλων εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο χώρο της υγείας ενώ παράλληλα θα δημιουργήσει νέα παράθυρα για τους εργοδότες ώστε να αποφεύγουν την υποχρεωτική ασφάλιση των εργαζομένων τους.
Δεν υπάρχει πλέον καμία αμφιβολία ότι ο λεγόμενος «μεγάλος συμβιβασμός» που βρίσκεται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ δημοκρατικών και ρεπουμπλικάνων θα αποτελέσει στην πραγματικότητα μια ακόμη βίαιη αναδιανομή εισοδήματος από τα φτωχότερα προς τα πλουσιότερα στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι εν μέσω των συζητήσεων για τα αδιέξοδα του κρατικού προϋπολογισμού στο τραπέζι πέφτουν και προτάσεις για ενδεχόμενες περικοπές στη φορολογία του μεγάλου κεφαλαίου που θα γιγαντώσουν το πρόβλημα και θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερες θυσίες τον πληθυσμό.
Η υπόθεση όμως περιπλέκεται και από τις μικροπολιτικές διενέξεις των δυο κομμάτων καθώς η ακροδεξιά πτέρυγα των ρεπουμπλικάνων, το λεγόμενο «κόμμα του τσαγιού» χρησιμοποιεί το λουκέτο της κυβέρνησης για να χτυπήσει το κύρος του Ομπάμα. Οι εξωπραγματικές απαιτήσεις τους, ακόμη και για τα δεδομένα των ΗΠΑ, για περικοπές στην κοινωνική πρόνοια προκαλούν τριγμούς και στο εσωτερικό του ρεπουμπλικανικού κόμματος. Οι πρώτες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι αν και οι ψηφοφόροι αποδίδουν ευθύνες και στα δυο κόμματα η πλειονότητά τους θεωρεί υπεύθυνους για την κρίση τους ρεπουμπλικάνους. Παρόλα αυτά με τη στάση της η ακροδεξιά πτέρυγα των ρεπουμπλικάνων έχει καταφέρει να μετακινήσει το σύνολο του πολιτικού σκηνικού προς πιο ακραία δεξιές και νεοφιλελεύθερες θέσεις.
Όπως ήταν αναμενόμενο, τα τελευταία 24ωρα η συζήτηση μετατέθηκε από τον κρατικό προϋπολογισμό στο πλαφόν του δημοσίου χρέους, το οποίο σήμερα βρίσκεται στα 16.7 τρις δολάρια. Ενδεχόμενη προσπάθεια των ρεπουμπλικάνων να μπλοκάρουν την αύξηση σε αυτό το «ταβάνι» χρέους θα σημάνει αδυναμία δανεισμού και άμεση αθέτηση πληρωμών η οποία μπορεί να έχει τεκτονικές επιπτώσεις για την αμερικανική αλλά και την παγκόσμια οικονομία. Η πλέον άμεση επίπτωση θα είναι η πτώση του δολαρίου το οποίο ήδη δέχθηκε ένα μικρό πλήγμα χάνοντας μισό σεντ της αξίας του σε σχέση με άλλα νομίσματα.
Είναι πλέον προφανές ότι το βάθος και η ταχύτητα των διαπραγματεύσεων μεταξύ δημοκρατικών και ρεπουμπλικάνων καθορίζεται από τα διευθυντικά στελέχη των μεγαλύτερων χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων της Γουολ Στριτ. Παρεμβαίνοντας στη συζήτηση ο διευθύνοντας σύμβουλος της Γκόλντμαν Σακς προειδοποίησε ότι η καθυστέρηση στην εξεύρεση λύσης θα προκαλέσει μια κρίση κατά πολύ μεγαλύτερη από αυτή του 2008.
Κρίνοντας πάντως από τις αντιδράσεις των βασικών χρηματιστηριακών δεικτών στις ΗΠΑ, οι οποίοι παραμένουν αμετάβλητοι (όταν δεν σημειώνουν και άνοδο) φαίνεται ότι οι βασικοί παίχτες της Γουόλ Στριτ έχουν προεξοφλήσει συμφωνία των δυο κομμάτων για το πλαφόν του δημοσίου χρέους – πάντα σε βάρος των φτωχότερων στρωμάτων.
Άρης Χατζηστεφάνου
Εφημερίδα ΠΡΙΝ 6/10/2013
ΗΠΑ: Τους κορόιδεψαν σαν Έλληνες
Αμερικανικός «φασισμός»: ΟΙ ΗΠΑ στα χέρια εταιρειών