Από το οικονομικό επιτελείο του Κλίντον μεταπήδησε στη θέση του αντιπροέδρου της Παγκόσμιας Τράπεζας για να δει, μερικά χρόνια αργότερα, τα βιβλία του να διαβάζονται από τους διαδηλωτές της Πράγας και της Γένοβας. Ο νομπελίστας οικονομολόγος, Τζόζεφ Στίγκλιτζ, μιλά στο «Κ» για τον ακήρυχτο πόλεμο της παγκόσμιας οικονομίας και την προσωπική του μάχη με τους νεοσυντηρητικούς της Ουάσινγκτον.
«Θυμάμαι ακόμη την πρώτη ημέρα που πέρασα την πύλη του υπερσύγχρονου αστραφτερού κτιρίου της Παγκόσμιας Τράπεζας για να αναλάβω τη θέση του αντιπροέδρου. Σε μια μεγάλη ταμπέλα διάβασα τη φράση ‘το όνειρό μας είναι να εξαλείψουμε τη φτώχεια από τον πλανήτη’ και αμέσως μετά το μάτι μου έπεσε στο άγαλμα ενός παιδιού που καθοδηγούσε έναν τυφλό άντρα».
Ο Τζόζεφ Στίγκλιτζ μιλά ακόμη και σήμερα με κρυφή νοσταλγία για τις ημέρες που συμμετείχε στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Κλίντον και πολύ περισσότερο για τη θητεία στην Παγκόσμια Τράπεζα η οποία συνέπεσε με δυο από τις μεγαλύτερες θύελλες του σύγχρονου καπιταλισμού-την οικονομική κρίση της νοτιανατολικής Ασίας αλλά και την περιπετειώδη μετάβαση της Ρωσίας στην οικονομία της αγοράς. Είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψεις ότι ο ίδιος άνθρωπος που πριν από μερικές δεκαετίες κλήθηκε από την κυβέρνηση της Κίνας για να προσφέρει τα φώτα του στο «μεγάλο βήμα προς… τον καπιταλισμό» θα μετατρέπονταν σε έναν από τους μαχητικότερους πολέμιους του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου.
Ορισμένοι από τους συνεργάτες του ίσως διέγνωσαν τα σημάδια της «προδοσίας» λίγα εικοσιτετράωρα πριν από την ανάληψη των καθηκόντων του στην Παγκόσμια Τράπεζα, όταν κατά τη διάρκεια ομιλίας του προτίμησε να αναφερθεί στο 1,2 δισεκατομμύριο ανθρώπων που ζουν με λιγότερο από ένα δολάριο την ημέρα και στα 2,8 δισεκατομμύρια που ζουν με λιγότερο από δυο δολάρια. Η απομάκρυνσή του ήταν πιθανόν προδιαγεγραμμένη και ο ίδιος φρόντισε να την επιταχύνει κηρύσσοντας τον πόλεμο στο ΔΝΤ. Το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών δεν έκρυβε την αγανάκτησή του και ο Στίγκλιτζ αντικαταστάθηκε τον Ιανουάριο του 2000. Σήμερα, το βιβλίο του «Globalization and its discontents», που κυκλοφορεί πλέον και στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Λιβάνη, αποτελεί εκ των ων ουκ άνευ συμπλήρωμα στην βιβλιοθήκη κάθε πολέμιου της παγκοσμιοποίησης. Θα δεις να το διαβάζουν στο μετρό του Λονδίνου και της Νέας Υόρκης σα να πρόκειται για ένα απλό μυθιστόρημα απόδειξη ότι δεν βρέθηκε τυχαία μεταξύ των Μπεστ Σέλερς και στις δυο πλευρές του Ατλαντικού.
Μάλιστα, το ίδιο το ΔΝΤ κατάφερε, παρά την θέλησή του, να εκτοξεύσει τις πωλήσεις του στα ύψη. Λίγο μετά την κυκλοφορία του, ο επικεφαλής οικονομικού σχεδιασμού του οργανισμού, Κεν Ρόγκοφ, επισκέφτηκε την ηλεκτρονική σελίδα του Στίγκλιτζ και δημοσίευσε μια ανοιχτή επιστολή: «Όταν η οικονομία μας πηγαίνει καλά αδράχνετε τα εύσημα και όταν δεν πηγαίνει μας κατηγορείτε ότι δεν ακούμε τις συμβουλές σας» έγραφε τότε ο Ρόγκοφ. Η εκδίκηση του Στίγκλιτζ ήρθε σχεδόν ένα χρόνο αργότερα όταν το ΔΝΤ σε κείμενό του (το οποίο υπογράφει και ο Ρόγκοφ) αποδέχτηκε ορισμένα από τα σημαντικότερα σημεία της κριτικής του νομπελίστα οικονομολόγου. «Υπάρχει μια ειρωνεία σε αυτό» μας λέει ο Στίγκλιτζ με σχεδόν παιδιάστική υπερηφάνεια. «Επιτέθηκε στο βιβλίο μου επειδή έλεγα, μεταξύ άλλων, ότι η απελευθέρωση των κεφαλαιαγορών που προωθούσε το ΔΝΤ επέτρεπε την είσοδο κερδοσκόπων στις αναπτυσσόμενες χώρες με καταστροφικά αποτελέσματα. Η πολιτική αυτή σχετίζονταν με την κρίση στη Νοτιοανατολική Ασία και προκάλεσε μεγάλη ζημιά στη Λατινική Αμερική. Και τώρα παραδέχονται τα λάθη τους και λένε ότι η απελευθέρωση των χρηματαγορών δεν είχε θετικές επιπτώσεις για τις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν είχαν φτάσει σε αυτό το συμπέρασμα δέκα χρόνια νωρίτερα αρκετές από αυτές τις χώρες θα είχαν γλιτώσει από απίστευτες περιπέτειες και θυσίες».
Ο εσωτερικός αγώνας
Δικαιωμένος από τη νίκη του απέναντι στο ΔΝΤ o Στίγκλιτζ φαίνεται διατεθειμένος να συνεχίσει τον πόλεμο στρέφοντας τα πυρά απέναντι στην ίδια την αμερικανική κυβέρνηση-αυτή που ο ίδιος υπηρετούσε επί προεδρίας Κλίντον ως ένας από τους τρεις βασικούς συμβούλους για την οικονομία. «Ο Λευκός Οίκος αναμένει με τρόμο το επόμενο βιβλίο του» έγραφε πριν από μερικές εβδομάδες ο βρετανικός Ομπζέρβερ συμπληρώνοντας ότι ο Αμερικανός οικονομολόγος «ξέρει πότε πρέπει να χτυπήσει την αχίλλειο πτέρνα του αντιπάλου του-δηλαδή πριν από τις εκλογές».
Αυτή τη φορά απέναντί του βρίσκεται η ομάδα νεοσυντηρητικών που πλαισιώνει τον Μπους και η οποία μετά το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και το Πεντάγωνο φαίνεται ότι εξαπλώνει την επιρροή της και στο υπουργείο Οικονομικών. «Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό» λέει ο Στίγκλιτζ «ότι με τον ίδιο τρόπο που λάβανε τις μονομερείς αποφάσεις τους για το Ιράκ επιθυμούν να επεκταθούν τώρα και σε άλλους τομείς. Στην οικονομία, βέβαια, οι ΗΠΑ δρουν μονομερώς εδώ και αρκετά χρόνια και αυτό ήταν εμφανές και επί προεδρίας Κλίντον».
Υπάρχουν πολλά στοιχεία που επιβεβαιώνουν αυτή την άποψη, σημειώνει ο Στίγκλιτζ: «Εμπόδισαν τη δημιουργία μηχανισμών που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη σταθεροποίηση της νοτιοανατολικής Ασίας κατά τη διάρκεια της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Είναι η μόνη χώρα με δικαίωμα βέτο στο ΔΝΤ. Προωθούν τη δική τους μορφή ελεύθερης αγοράς με έμφαση στις ιδιωτικοποιήσεις και την απελευθέρωση αγορών. Όταν ακόμη και το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι η φιλελευθεροποίηση των αγορών δεν προσέφερε οικονομική ανάπτυξη στις αναπτυσσόμενες χώρες, και μάλιστα ενίσχυσε την οικονομική αστάθεια ο Μπους επιμένει και οδηγεί την πολιτική των προκατόχων του στα άκρα». Οι ΗΠΑ, συνεχίζει ο Τόζεφ Στίγκλιτς, «χρησιμοποιούν την τρομακτική οικονομική τους ισχύ για να επιβάλλουν σε αυτές τις χώρες τις επιθυμίες τους. Ζητούν απελευθέρωση των αγορών και αφήνουν τα καυτά κεφάλαια της κερδοσκοπίας να τινάξουν τα πάντα στον αέρα».
Τα εν οίκω
Ο Στίγκλιτζ βέβαια γνωρίζει πολύ καλά ότι η μάχη με την Αμερικανική κυβέρνηση δεν κερδίζεται με αναφορές στη διεθνή οικονομία, τους δασμούς που βυθίζουν την οικονομία του «Τρίτου Κόσμου» σε απόγνωση ή το ρόλο των πολυεθνικών. Η μάχη κερδίζεται στο εσωτερικό. Και ο νομπελίστας οικονομολόγος φαίνεται να θυμάται καλύτερα από όλους ότι η οικογένεια Μπους είχε την κακή συνήθεια να κερδίζει τους πολέμους στο Ιράκ και αμέσως μετά να παραδίδει την εξουσία στους Δημοκρατικούς, καταρρακωμένη από το βάρος της οικονομίας. «Δεν νομίζω να υπήρξε στιγμή στη σύγχρονη ιστορία που τόσοι ακαδημαϊκοί να συμφωνούσαν για το πόσο λανθασμένη είναι η οικονομική πολιτική που ακολουθείται από την κυβέρνηση των ΗΠΑ» λέει ο Στίγκλιτζ που επικεντρώνει τα βέλη τους στις φορολογικές περικοπές του Τζορτζ Μπους. «Η κυβέρνηση προωθεί μέτρα που ως βασικό στόχο έχουν να αυξήσουν το εισόδημα των πλουσίων ενώ αγνοεί τα σημαντικότερα προβλήματα των φτωχών. Οι περικοπές στους φόρους που αποφασίστηκαν το 2001 δεν είχαν σχεδιαστεί και φυσικά δεν κατάφεραν να αναθερμάνουν την οικονομία. Μακροπρόθεσμα τα ελλείμματα που προκύπτουν από αυτές τις περικοπές θα αποτελέσουν ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Αμερικανικής οικονομίας».
Τα συμπεράσματα βέβαια στα οποία καταλήγει ο πρώην αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας δεν αφορούν μόνο τους Αμερικανούς ψηφοφόρους. «Στο νέο μου βιβλίο προσπαθώ μεθοδικά να εξηγήσω γιατί η ακολουθούμενη οικονομική πολιτική θα αποτύχει. Εξηγώ ότι λόγω των υπερβολών που σημειώθηκαν στη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων στη δεκαετία του 90 οδηγηθήκαμε στα σημερινά προβλήματα». Το νέο βιβλίο δεν πρόκειται να κυκλοφορήσει για ορισμένους ακόμη μήνες, είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι το επιτελείο του Λευκού Οίκου προετοιμάζει τις απαντήσεις του στην σκληρή «προεκλογική» κριτική.
Οι «γελοίες» εμμονές της ΕΕ
Όταν έρχεται η ώρα της κριτικής ο Στίγκλιτζ δεν φαίνεται να εξαντλείται απέναντι στην Ουάσινγκτον. Κρατά στη φαρέτρα του και μερικά βέλη για τους Ευρωπαίους. Για αυτόν η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει κολλήσει στις δεκαετίες του 70 και του 80 όταν κυριαρχούσε ο πληθωρισμός και τα μεγάλα δημοσιονομικά ελλείμματα. «Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι σημερινές οικονομίες» σημειώνει ο νομπελίστας οικονομολόγος «είναι εντελώς διαφορετικά και αφορούν κυρίως την ανεργία και τον αποπληθωρισμό. Τα χέρια της Ευρώπης, όμως, είναι δεμένα. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ασχολείται μόνο με τον πληθωρισμό όταν στις ΗΠΑ η κεντρική τράπεζα ασχολείται πλέον και με την ανεργία και την ανάπτυξη». Ο ίδιος θυμάται ότι ακόμη και στις λαμπρές ημέρες της προεδρίας Κλίντον όλοι γνώριζαν ότι «όσο ισχυρή και αν ήταν η οικονομία υπήρχε αστάθεια και θα έφτανε μια ημέρα που θα έπρεπε να έχουμε τα μέσα για να αναζωογονήσουμε την οικονομία». Η Ευρώπη όμως δεν φαίνεται να το έχει καταλάβει. «Ακόμη και άνθρωποι στο ΔΝΤ» λέει ο Στίγκλιτζ «χαρακτηρίζουν γελοία την εμμονή της Ευρώπης στη μείωση του πληθωρισμού και εντοπίζουν εκεί ακριβώς έναν από τους παράγοντες που συνέβαλαν στην εξασθένηση της ευρωπαϊκής οικονομίας. Κάθε σοβαρός οικονομολόγος αναγνωρίζει, λόγου χάρη, ότι το σύμφωνο σταθερότητας δεν επιτρέπει εκείνους τους ελιγμούς που απαιτούνται για να επιτύχουμε και πάλι οικονομική ανάπτυξη.
Αυτή ακριβώς η αδυναμία της Ευρώπης αλλά και της Ιαπωνίας προσφέρει σύμφωνα με τον Στίγκλιτζ την οικονομική υπεροχή στις ΗΠΑ. «Η αμερικανική οικονομία» λέει ο ίδιος «έχει αρκετά ισχυρά σημεία αλλά αντιμετωπίζει και σοβαρές, δομικές αδυναμίες. Αν η Ευρώπη ήταν ισχυρότερη, αν η Ιαπωνία ήταν ισχυρότερη, οι επιπτώσεις για την αμερικανική οικονομία θα ήταν δραματικές καθώς θα σημειώνονταν διαφυγή κεφαλαίων από τη χώρα».
Ο Στίγκλιτζ δεν είναι ο επαναστάτης που θα ήθελαν αρκετοί από τους αναγνώστες τους. Δεν είναι καν ο «Νόαμ Τσόμσκι της οικονομίας» όπως έσπευσαν να τον χαρακτηρίσουν ορισμένοι. Αρνείται κατηγορηματική τις «θεωρίες συνωμοσίας που θέλουν την Ουόλ Στριτ να συνεργάζεται με το ΔΝΤ για την κατάκτηση του πλανήτη» και δεν χάνει ευκαιρία να δηλώσει οπαδός της παγκοσμιοποίησης… αλλά με ανθρώπινο πρόσωπο. Απορρίπτει εξίσου κατηγορηματικά τη δυνατότητα της αγοράς να δράσει αυτόνομα (χωρίς να εξαφανίσει το μισό πληθυσμό του πλανήτη) αλλά και του κράτους να παίξει κεντρικό ρόλο στην οικονομία.
Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το νέο του όραμα, όπως τουλάχιστον το διατύπωσε πριν από μερικά χρόνια με ομιλία του στην Οξφόρδη, είναι να προσαρμόσει το έργο του Κέινς στη νέα πραγματικότητα. Ουσιαστικά επιθυμεί να συνδυάσει το έργο του που του χάρισε το Νόμπελ οικονομικών με την κριτική που ασκεί σε διεθνείς οργανισμούς όπως το ΔΝΤ. Θέλει να εξηγήσει γιατί οι παραδοσιακές αναλύσεις των οικονομολόγων που διοικούν αυτούς τους οργανισμούς οδηγούν σε τόσο καταστροφικές καταστάσεις χώρες όπως η Ρωσία και η Αργεντινή ή ολόκληρες περιοχές όπως η νοτιοανατολική Ασία.
Συνέντευξη στον Άρη Χατζηστεφάνου
Περιοδικό Κ, Καθημερινή Ιούλιος 2003
Σχετικά θέματα:
Route 66: Η πολιτική οδός της Αμερικής
Οίκοι μηδενικής ανοχής