Στάθης

Ο ηττημένος Συριζάκιας

Του Στάθη
topontiki.gr
Τους βλέπω κάθε μέρα να κάνουν πασαρέλα στα τηλεοπτικά παράθυρα, στα ραδιόφωνα και τις εφημερίδες, περίτρομοι, παμπόνηροι, σοφιστές της ελεεινής μορφής και πάνω απ’ όλα ψοφοδεείς.

«Δεν ισχύει σήμερα το φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», λέει ο ένας. Ο άλλος επικαλείται δηλώσεις του κ. Ντάισελμπλουμ για τις ελληνικές εκλογές! και μελώνει, και κατουριέται απ’ τη χαρά του. Δεν πάει ο κυρ-Ντάισελμπλουμ να επεμβαίνει στα εσωτερικά της χώρας (αν αυτό το τζουτζεδιστάν έχει πλέον εσωτερικά), ο ηττημένος Συριζάκιας το παίζει γραικύλος με ηθικό πλεονέκτημα.

Πετάνε στην αρένα τα ήσσονα περί φύλων, κάνναβης και θρησκευτικών, και σφάζουν τα μείζονα, εργασία, ασφαλιστικό, φορολογία, εθνική ανεξαρτησία, ισονομία κ.ά. Σφάζουν σαν τους Ούνους του Αττίλα. Με κάτι χατζάρια να, κόφτες ματωβαμμένους. Εν ενεργεία και εν αναμονή.

Κι έτσι τώρα αυτοί οι τύποι που οδήγησαν την Αριστερά σε ιστορική ήττα, ρουσφετολογούν, διορίζουν, βυσσοδομούν – και πάνω απ’ όλα σκυλεύουν την ίδια και την πατρίδα. Αύριο τι θα κάνουν; Όταν τα έργα τους τούς οδηγήσουν στο τέλος τους, από ποια ίντριγκα του αρχηγού θα πιαστούν, σε ποιον «θεό της Ασίας» γονυπετείς θα προστρέξουν; Αν δεν είναι το ποσοστό καταστροφικό, κάτι θα γίνει σου λένε, από κάπου θα πιαστούμε.

Τους βλέπω στα κανάλια να λαχανιάζουν με τον Τύπο – όχι αυτόν που ελέγχουν, όχι αυτόν που κατασκεύασαν, αλλά με τον άλλο, τον Τύπο των άλλων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δημιούργησε στα ΜΜΕ το πιο σάπιο τοπίο από τη μεταπολίτευση. Οδήγησε στην ταύτιση της δημοσιογραφίας με τα αφεντικά των μέσων ενημέρωσης.

Ταυτοχρόνως δημιούργησε δικά του γκαιμπελικά τερατάκια με έφεση στην κιτρινίλα, ενώ άλωσε τα κρατικά μέσα, ακριβώς όπως έκανε και η Πασοκοδεξιά, σε μία επίδειξη ηθικού πλεονεκτήματος του… αμοραλισμού. Ο ίδιος ο Τσίπρας καθώς και ο κ. Παππάς διακρίνονται από μία δυσανεξία απέναντι στη δημοσιογραφία κι από μία λύσσα κυριαρχίας, που, συν τω χρόνω, δημιουργεί μια καφκική ατμόσφαιρα στα μαγαζιά. Φίλια και αντιμαχόμενα.

Η όλη συζήτηση παντού πλέον είναι ποιος βάζει τα λεφτά, με ποιον είναι, ποιος είναι ο μπροστινός, τι άκρες έχει, αν οι λυκοσυμμαχίες του σήμερα θα είναι οι ίδιες και αύριο – ένα ζοφερό δηλητηριώδες κλίμα που έχει κάνει τις περισσότερες εφημερίδες κι όλες τις τηλεοράσεις ντουντούκες των κομμάτων, των εταιρειών, των «θεσμών». Μέσα σ’ αυτόν τον βάλτο οι δημοσιογράφοι ανακυκλώνονται, όλο και πιο φθαρμένοι, όλο και πιο φθηνοί, με μια μειοψηφία να αντιστέκεται, καταδικασμένη να την πληρώσει, ακόμα και να βρεθεί εκτός επαγγέλματος.

Όπως συνέβαινε στη Γερμανία κατά τον Μεσοπόλεμο, όταν με τον επαγγελματικό θάνατο οι κρατούντες έβγαζαν απ’ τη μέση όσους προέγραφαν – διανοούμενους, πανεπιστημιακούς, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους, επιστήμονες, εργάτες! «άστους άνεργους να ψοφήσουν», έλεγαν. Μια φράση που διασώζεται ακόμα και σήμερα στο συλλογικό είναι της γερμανικής κοινωνίας.

Βλέπω κάθε μέρα στα πάνελ και την Πνύκα τους ηττημένους Συριζάκηδες να παραδέχονται την ήττα τους και ταυτοχρόνως να τη διαλαλούν σαν πολύτιμη πραμάτεια. «Δεν μπορούσαμε να κάνουμε αλλιώς». Μας πήρε τη σημαία ο αέρας. Είχαμε αυταπάτες (κι ευτυχώς από καιρό αρχίσαμε τις απάτες).

Τους βλέπω να κοκορεύονται όταν πουλάνε αεροδρόμια και να σκούζουν από πόνο όταν πετσοκόβουν συντάξεις, μισθούς και επιδόματα. Σαβουρώνουν τον περίδρομα στα ακριβά ρεστοράν κι αφήνουν τα ανάπηρα παιδάκια χωρίς ακόμα κι εκείνα τα γλίσχρα επιδόματα που έπαιρναν. Άχθος αρούρης!

Βλέπω τα πονηρά έντρομα ματάκια – τα βλέπει όποιος ανοίγει τα δικά του μάτια – των κυβερνώντων Συριζανέλ, όταν παίζουν με τον πόνο του κοσμάκη, όταν δουλεύουν εαυτούς και αλλήλους, θυμίζοντας εκείνα τα παιδάκια στο δημοτικό που έδειχναν με το δάκτυλό τους τα άλλα παιδάκια για όσα τα ίδια έκαναν…

Όντως! «Πετάει – πετάει ο Τσίπρας». Διότι ο κομισάριος που τα γράφει αυτά νομίζει ότι είναι διαφημιστής. Και μάλιστα διαφημιστής τελευταίας διαλογής, από εκείνους που πιστεύουν ότι καλόν είναι να γίνεται διαφήμιση και ας είναι κι αρνητική διαφήμιση. Και κατά τούτο δίκιο είχε ο «φτωχός» Πρόεδρος της Ουρουγουάης όταν έλεγε για τους συντρόφους του: «Ό,τι ιδεολογία κι αν έχουμε, όσο κι αν φιλοσοφούμε, όταν μιλάμε με την ορολογία της αγοράς, όταν με τα κριτήρια της αγοράς εξετάζουμε τα πράγματα, τότε τίποτα δεν μπορούμε να αλλάξουμε». Και το μόνον ερώτημα που απομένει, θα μπορούσαμε να συμπληρώσουμε εμείς, είναι η τιμή που σ’ αυτήν την αγορά, ως εμπόρευμα και οι ίδιοι, μπορούμε να πιάσουμε…


ΥΓ.: Σου λέει, επί παραδείγματι, ο άλλος: Βάλε μια «τσετσεκιά» στο μπαλκόνι σου, αρκεί να… πληρώνεις… παράβολο στο κράτος! Τουλάχιστον ο Γιωργάκης ήταν λιγότερο εμπόρευμα ο ίδιος! Πρότεινε χασισάκι στο μπαλκονάκι μας, όχι με όρους αγοράς, αλλά για το κέφι μας, βρε αδερφέ! Μπάφο – μπάφο τον καημό μας…

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ