Τσίπρας

Το αριστερόμετρο. Και πώς το βάζουμε στον Σύριζα

Σπύρος Μαρκέτος

Αριστερά και δημοκρατικές κατακτήσεις

Ξέρουμε ότι η αριστερά είναι απαραίτητη, είναι όμως άραγε και αυτονόητη η ύπαρξή της; Υπάρχουν πολιτικά οικοσυστήματα, εντέλει κοινωνίες βαρβαρότητας, που αναπαράγονται χωρίς να ζει σ’ αυτά καμιά άξια λόγου αριστερά. Σε χώρες όπως η Σαουδική Αραβία, η αριστερά δεν πρόλαβε ποτέ να οργανωθεί. Σε άλλες, η δεξιά πρώτα τήν σύντριψε με τη βία και μετά τήν έθαψε τις δεκαετίες της ευμάρειας, τέτοια ήταν ως πρόσφατα η περίπτωση των ΗΠΑ. Στις περισσότερες του τέως σοβιετικού συνασπισμού, η αριστερά αυτοκαταστράφηκε κάνοντας λάθος επιλογές που άφησαν τον εχθρό νικητή όχι μόνο πρακτικά, στην οικονομία και στην πολιτική και στην καθημερινότητα, αλλά και πολύ βαθύτερα, μέσα στο νου και στα όνειρα των ανθρώπων. Σε μεγάλο βαθμό η ίδια η νομενκλατούρα μεταμορφώθηκε σε καπιταλιστές πελάτες των Δυτικών. Στην Ιταλία, τη χώρα με τα ισχυρότερα κομμουνιστικά κόμματα και αυτόνομα επαναστατικά κινήματα της Δύσης, η αριστερά κατέρρευσε τη δεκαετία του 1990, όταν η ηγεσία της συμφιλιώθηκε με τον καπιταλισμό. Αυτή θα είναι η μοίρα και της ελληνικής αριστεράς αν κάνουμε τα ίδια λάθη.

Σ’ όλα τα συστήματα πολιτική υπάρχει, ακόμη και αν γίνεται πίσω από κλειστές πόρτες και αποκλείει τους πολλούς. Οι αρχαίες ελληνικές πόλεις και η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι αυτοκρατορίες των κινέζων και των αζτέκων, η θεοκρατία του πάπα και η Γαλλία των Λουδοβίκων, όλα αυτά τα κράτη είχανε πάντοτε πολιτική, η οποία ωστόσο απέκλειε σχεδόν καθολικά τους ανθρώπους του μόχθου. Κάνοντας τη Γαλλική Επανάσταση, πριν από καμιά διακοσαριά χρόνια, ο λαός ήρθε στο προσκήνιο ως ένα σώμα, ένα πολιτικό σώμα, το οποίο η δημοκρατική θεωρία προίκισε με αυτοσυνείδηση. Η βούληση αυτού του σώματος, συνέχιζε η θεωρία, εξακριβώνεται με εκλογές.

Ανέτειλε τότε η εποχή της λαϊκής και της εθνικής κυριαρχίας που εγινε ο κανόνας, ρητορικά τουλάχιστον, στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα. Φυσικά και τα λεγόμενα δημοκρατικά καθεστώτα απέκλειαν το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού –γυναίκες, φτωχούς, πρόσφυγες, μετανάστες, δούλους και άλλους- αλλά πάντως μοίραζαν ξεροκόματα σε κάποιους αδύναμους. Φυσικά και η πραγματικότητα πολύ απείχε από τη δημοκρατία, αν ορίσουμε την τελευταία ως το κράτος του δήμου, του λαού· ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν λέει χονδρικά ότι το κεντρικό πολιτικό πρόβλημα του δέκατου ένατου αιώνα ήταν να συνδυάσει μια τυπικά δημοκρατική μορφή του κράτους με τον σκληρό έλεγχο του κεφαλαίου επάνω στις ζωτικής σημασίας αποφάσεις. Φυσικά και η κυριαρχία του κεφαλαίου πάνω στο κράτος ήταν συνήθως αδιαμφισβήτητη. Μολαταύτα δίνονταν υποσχέσεις προόδου, ευμάρειας, ισονομίας, αντιπροσώπευσης, ελευθερίας. Όλα αυτά ξεθώριασαν με την είσοδο του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος στην εποχή της χρηματιστικοποίησης, μετά το 1970, και την κατάρρευση του σοβιετικού μπλοκ το 1989-1992.

Προϋπόθεση για ν’ αναδυθεί η σύγχρονη αριστερά, τον καιρό μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ήταν φυσικά η κοινωνική πόλωση που έφερε ο καπιταλισμός. Ωστόσο η αριστερά δεν γεννήθηκε αυτόματα ούτε φτιάχτηκε παντού με ίδιο τρόπο, ούτε ήταν κανένα προκάτ σχέδιο. Δημιουργήθηκε μέσα από προσπάθειες των εργαζόμενων να συνδέσουν την υπεράσπιση των συμφερόντων τους ενάντια στους καπιταλιστές και το κράτος μ’ ένα τέτοιο συνεκτικό και οικουμενικό όραμα, το οποίο έφτιαξαν με τη βοήθεια ριζοσπαστών διανοούμενων, σιγά σιγά, ψηλαφητά, και όχι χωρίς μεγάλα πισωγυρίσματα. Για παράδειγμα, οι αποικιοκρατούμενοι λαοί χώρεσαν στο όραμα της ευρωπαϊκής αριστεράς μόνον αφού είχανε πρώτα ξεσηκωθεί οι ίδιοι και κερδίσει την ελευθερία τους με τ’ όπλο στο χέρι, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι γυναίκες επίσης δεν ήταν πάντοτε ευπρόσδεκτες, για να μη μιλήσουμε και για τους γκέη. Χρειάστηκαν το Τσιάπας και η Ροζάβα για ν’ αμφισβητήσουν κάποιοι –όχι πάντως ο Σύριζα του ‘μένουμε Ευρώπη’- τον ανόητο και δηλητηριώδη ευρωκεντρισμό.

Τι σημαίνει αριστερά;

Η πολιτική αντιπαράθεση λοιπόν δεν διατάσσεται αναγκάστικά επάνω στον άξονα δεξιά/αριστερά. Μπορούμε να φανταστούμε, αλλά και να διαπιστώσουμε εμπειρικά με ιστορική έρευνα, συστήματα στα οποία ομάδες προωθούν η κάθε μια δικά της συμφέροντα χωρίς να έχουν κανένα συνεκτικό και οικουμενικό όραμα, κι επομένως δίχως να συγκροτούν ένα πολιτικό στρατόπεδο το οποίο θ’ αναγνωρίζαμε ως αριστερά. Γιατί, αν πρόκειται να έχει νόημα ο όρος ‘αριστερά’, θα σημαίνει κάτι παραπάνω από την απλή υπεράσπιση κάποιων αδύναμων· λόγου χάρη, η φιλανθρωπία από μόνη της δεν θα χαρακτηριζόταν απαραίτητα αριστερή, ούτε η φιλολαϊκή πολιτική που ασκούνταν ερήμην του λαού στις φωτισμένες δεσποτείες πριν από τη Γαλλική Επανάσταση.

Εδώ πατώντας οι οργανικοί διανοούμενοι του κεφαλαίου έσπευσαν, στο κλείσιμο του εικοστού αιώνα και μέσα στην παραζάλη που έφερε η πτώση του σοβιετικού μπλοκ, να κηρύξουν το τέλος της αριστεράς, το τέλος της πολιτικής, το τέλος της ιστορίας. Ήταν δήλωση προθέσεων μάλλον παρά απλή προφητεία. Ο καπιταλισμός ανέπτυξε κι εφάρμοσε κάθε λογής πολιτικές τεχνολογίες που σκόπευαν να διαλύσουν την αριστερά ή ν’ αποκλείσουν την ανάδυσή της· η Ευρωπαϊκή Ένωση το έκανε αυτό συστηματικά και μεθοδευμένα και ωμά, αξιοποιώντας και τη βολική μυωπία κάποιων αμφισβητιών της πολυθρόνας. Μολαταύτα τη δεκαετία του 2000 η νεολαία έφτιαξε μια νέα αριστερά, κινηματική, με καινούριες κοινωνικές αναφορές, οργανωτικές προτεραιότητες και ιδεολογικές μέριμνες.

Για να μπορούμε να μιλήσουμε για αριστερά, νομίζω, πρέπει να επιδιώκεται τουλάχιστον, στην πολιτική θεωρία και πράξη όσων διεκδικούν τούτο το χαρακτηρισμό, κάποια σύνδεση ανάμεσα στα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των εργαζόμενων ή του λαού και σ’ ένα περιεκτικό όραμα κοινωνικής ανάπλασης. Όχι αναγκαστικά υπέρβασης του καπιταλισμού, μολονότι κατά τη δική μου άποψη σήμερα η καταστροφή του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού είναι ένα απαραίτητο πρώτο βήμα προς οποιουσδήποτε στόχους θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αριστεροί. Αλλά, για παράδειγμα, σε περασμένες εποχές είχαμε αριστερές που εύλογα έλπιζαν ν’ αναμορφώσουν κάποιον τοπικό καπιταλισμό.

Στο δοκίμιο Δεξιά και αριστερά ο Νορμπέρτο Μπόμπιο, ένας αριστερός αλλά όχι σοσιαλιστής, μάλλον φιλελεύθερος, πολιτικός φιλόσοφος μάς δίνει έναν ορισμό της αριστεράς που σίγουρα δεν πάσχει από έλλειψη γενναιοδωρίας. Χονδρικά μάς λέει ότι αριστερά είναι το πολιτικό στρατόπεδο που αγωνίζεται για την ισότητα και την απελευθέρωση –δυο όροι που θεωρητικά χωρούν πολλή συζήτηση, αλλά στις συγκεκριμένες ιστορικές περιστάσεις νομίζω ότι, όπως και αν ερμηνευθούν, αποκλείουν κόμματα μνημονιακής ιδιοσυστασίας, όπως είναι ο Σύριζα. Αφετέρου η αναρχία, που δεν τα πάει καλά στην οικονομική ανάλυση αλλά ασκεί αμείλικτη κριτική της ανελευθερίας, μετρά για αναπόσπαστο κομάτι της αριστεράς.

Εδώ ας θυμηθούμε και την επισήμανση του Βαλλερστάιν και άλλων, ότι ελευθερία και ισότητα δεν είναι δυο αντίθετες ή ασύμμετρες έννοιες, όπως συχνά τις παρουσιάζουν οι φιλελεύθεροι. Δεν νοείται ελευθερία χωρίς ισότητα, ούτε ισότητα δίχως ελευθερία. Ελευθερία και ισότητα αναγκαστικά πηγαίνουν μαζί, όχι χώρια. Αν έχεις φτωχούς και δίπλα τους εφοπλιστές και μεγαλοεργολάβους, η ελευθερία είναι ψέμα. Όπως δείχνει άλλωστε η πορεία της μνημονιακής Ελλάδας.

Αξίζει να θυμηθούμε επίσης μια παρατήρηση του παλαίμαχου ριζοσπάστη ιστορικού Τζεφ Έλυ, που μελέτησε αναλυτικά την ευρωπαϊκή αριστερά στο Σφυρηλατώντας τη δημοκρατία. Εξετάζοντας τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες ο Έλυ έδειξε ότι θεωρητικά η αριστερά είναι όρος ευρύτερος από τον σοσιαλισμό, εφόσον υφίσταται και μη σοσιαλιστική αριστερά, αλλά πρακτικά στο κέντρο των αριστερών κινημάτων βρίσκονταν πάντοτε τα σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά κόμματα.

Αν πάντως εφαρμόσουμε στη σημερινή Ελλάδα την οπτική του Μπόμπιο και του Έλυ, που είναι, επαναλαμβάνω, η ευρύτερη δυνατή, στην αριστερά απομένουν η Ανταρσύα, η Λαέ και το ΚΚΕ, μαζί με την αναρχία συν κάποιες μικρότερες δυνάμεις όπως το ΕΠΑΜ και το Δεν Πληρώνω. Σίγουρα δεν μετρούν τα μορφώματα της αρπακτικής νομενκλατούρας όπως ο σημερινός κυβερνητικός Σύριζα ή το προδρομικό του πρότυπο, η ψευδεπίγραφη Δημοκρατική Αριστερά. Ούτε είναι αριστεροί οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι που από πελάτες του Τσαουσέσκου έγιναν πελάτες των τραπεζιτών και της Τρόικας.

Εξυπακούεται ότι η ανιστορική προσέγγιση της αριστεράς συχνά κρύβει πολιτικές σκοπιμότητες, ιδίως όταν επικαλούνται αγωνιστικές περγαμηνές τέως αριστεροί που πέρασαν στην αντίπερα όχθη. Αν ο Κουβέλης και ο Τσίπρας έγιναν ήδη κωμικές φιγούρες, απωθητικά νευρόσπαστα, πάντως ο Μουσολίνι χρημάτισε ηγέτης της ιταλικής αριστεράς ώσπου έφτιαξε το φασιστικό κόμμα, ο Ανρύ ντε Μάν ήταν ένας από τους σημαντικότερους σοσιαλιστές διανοούμενους της μεσοπολεμικής Ευρώπης προτού γίνει οιονεί κυβερνήτης του χιτλερικού Βελγίου, και ο Πιέρ Λαβάλ από σοσιαλιστής κατέληξε πρωθυπουργός του φιλοναζιστικού καθεστώτος του Βισύ. Για να μη μιλήσουμε για τον Κόκκαλη ή τους ανατολικοευρωπαίους ολιγάρχες, δηλαδή τέως κομμουνιστές που διαλύοντας τη σοβιετική οικονομία άρπαξαν φιλέτα στη νεοφιλελεύθερη δομική προσαρμογή της δεκαετίας του 1990, σ’ ένα επεισόδιο πρωταρχικής συσσώρευσης ανάλογο εκείνου που αντιπαλεύουμε εμείς σήμερα. Αν εμείς τούς ξεχνάμε, σίγουρα τούς θυμούνται οι Σταθάκηδες και οι Τσακαλώτοι που επενδύουν τα εκατομμύριά τους στη JPMorgan και τη BlackRock. Τι δεν καταλαβαίνουμε εδώ; ό,τι και αν πίστευαν ανέξοδα στα νιάτα τους, σήμερα δεν είναι αριστεροί αυτοί οι άνθρωποι.

Καθώς αριστερά και δεξιά ορίζονται με βάση τις τρέχουσες κοινωνικές συγκρούσεις και τα ζωτικά πολιτικά διλήμματα, κάποτε βλέπουμε πρόσωπα και ομάδες να περνούν από τη μια μεριά στην άλλη. Για να περιοριστούμε στην ελληνική ιστορία, πολλοί όψιμοι θαυμαστές της Γαλλικής Επανάστασης πρωτοστάτησαν στη δεξιά τον καιρό του Διχασμού, ενώ τέως μοναρχικοί έγιναν ιδρυτές του ΚΚΕ και στελέχη του ΕΑΜ. Σήμερα όσοι μιλούν για ‘λαθρομετανάστες’ ή στηρίζουν το χρέος και το ευρώ ανήκουν στη δεξιά ή την άκρα δεξιά, ακόμη και αν το κάνουνε τσιτάροντας Λένιν.

Ένα, δυο, τρία, πολλά αριστερόμετρα

Η περιοχή όπου τα λαϊκά κινήματα αντιστρατεύονται σήμερα συνειδητά τον νεοφιλελευθερισμό, και όπου μάλιστα η αριστερά κατόρθωσε να πάρει την κυβέρνηση σε αρκετές χώρες μέσα σε συνθήκες χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού, είναι η Λατινική Αμερική. Η λατινοαμερικανική αριστερά μπορεί, και μάλιστα αναγκάζεται καθημερινά, να κρίνει και να συγκρίνει κατά πόσον οι κυβερνήσεις ανταποκρίνονται στις αριστερές τους εξαγγελίες όχι μόνο θεωρητικά, αλλά και πρακτικά. Με δυο λόγια, να φτιάχνει ‘αριστερόμετρα’. Γιατί αν πράγματι δεχόμαστε ότι άλλο πράγμα είναι η αριστερά και άλλο η δεξιά, αν δεν σακάτεψαν το νου μας τα ιδεολογήματα που εκτοξεύουν οι οργανικοί διανοούμενοι του κεφαλαίου και αναπαράγουν πλέον ευσυνείδητα οι στήλες της Αυγής, αν κατανοούμε τη διάκριση μεταξύ αριστερής σκέψης και αποφατικής θεολογίας, τότε αναζητούμε κριτήρια. Όταν δεν έχεις κριτήρια, δεν έχεις και ικανότητα λογικής ανάλυσης. Ο εχθρός έχει καθαρά κριτήρια, κάποια που συγκροτούν το νομικό του οπλοστάσιο και άλλα που ανά πάσα στιγμή αποτυπώνονται με ακρίβεια εκατομμυριοστού στους δείκτες των χρηματιστηρίων, αλλά θέλει εμείς να συγχέουμε αριστερά και δεξιά, ώστε να μπορεί να μάς ποδηγετεί ο κάθε Θεοδωράκης.

Ίσως να διαφωνούμε στο πώς ακριβώς φτιάχνεται ένα αριστερόμετρο, θεμιτό αυτό, αλλά αν θέλουμε πράγματι να κρατήσουμε ζωντανή την αριστερά δεν μπορεί παρά να συμφωνούμε πως κάποια αριστερόμετρα πρέπει να έχουμε, αν μη τι άλλο για να πάψουν επιτέλους να μάς δουλεύουν ο Τσίπρας και ο Δραγασάκης. Και τα αριστερόμετρα μπορούν πράγματι να φτιαχτούν, παρόμοια με τά θερμόμετρα και τα υδρόμετρα και τα πλουτόμετρα, και αντίθετα από τα θεόμετρα ή τα βλακόμετρα, ακριβώς επειδή μετρούν πράγματα μετρήσιμα. Μόνον όταν αρνείσαι ότι η αριστερά διαφέρει από τη δεξιά, κάτι για το οποίο αγωνιούν βεβαίως να μας πείσουν οι τέως αριστεροί που έγιναν δεξιοί ή ακροδεξιοί, αγνοείς και την ανάγκη να συζητάς τεκμηριωμένα και να εκτιμάς πόσο αριστερή ή δεξιά είναι μια πράξη ή μια πολιτική ή μια παράταξη. Να έχεις δηλαδή στα χέρια σου ένα χρηστικό αριστερόμετρο. Ή και περισσότερα, γιατί όχι;

Ένα τέτοιο αριστερόμετρο έφτιαξε η χιλιανή Μάρτα Χάρνεκερ, γνωστή διανοούμενη η οποία σίγουρα δεν σπάζει τα κοντέρ του αριστερισμού· για παράδειγμα, όταν μάς έπληξε η οικονομική κρίση και λόγω της μετριοπάθειάς της προσκλήθηκε από το Ινστιτούτο Πουλαντζά, το οποίο ανέκαθεν δεν φημιζόταν για τις ρηξικέλευθες επιλογές του. Στο τελευταίο της βιβλίο, με θέμα το σοσιαλισμό του εικοστού πρώτου αιώνα (Marta Harnecker, A World to Build. New Paths Toward Twenty-First Century Socialism, μετάφραση Fred Fuentes, Monthly Review Press, Νέα Υόρκη 2015), η Χάρνεκερ παρουσιάζει μια σειρά κριτηρίων για το πώς ν’ αποτιμούμε τις κυβερνήσεις που διατείνονται πως είναι σοσιαλιστικές. Τα παραθέτω συνοπτικά, συμπληρώνοντάς τα μ’ ελάχιστα επίκαιρα σχόλια.

Ο Φίλης στο αριστερόμετρο. Τελική διάγνωση

– Η στάση της κυβέρνησης απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό και τον καπιταλισμό εν γένει. Απογυμνώνει τη λογική του κεφαλαίου; Το χτυπά ιδεολογικά; Χρησιμοποιεί το κράτος για να τό εξασθενήσει; «Συμφέρον όλων μας είναι να μην υπάρχουν συμφέροντα».

– Η στάση της απέναντι στην εισοδηματική ανισότητα. Κλείνει το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών; Διευρύνει την πρόσβαση στην παιδεία, την υγεία, τη στέγαση; Προωθεί τη σύγκλιση ανάμεσα στις φτωχότερες και τις πλουσιότερες κοινότητες; Τρίτο μνημόνιο.

– Η στάση της απέναντι στους θεσμούς που κληρονόμησε. Προωθεί συνταγματική αναθεώρηση για ν’ αλλάξει τους κανόνες του θεσμικού παιχνιδιού; Ευνοεί τη διευρυμένη συμμετοχή στις εκλογές; Αλλάζει τον κρατικό μηχανισμό, τον τρόπο διακυβέρνησης, τη βουλή, το δικαστικό σύστημα; «Το κράτος έχει συνέχεια». Προκόπης Παυλόπουλος.

– Η στάση της στις ένοπλες δυνάμεις. Κάνει βήματα αλλαγής τους; Αναθέτει στο στρατό κοινωνικά καθήκοντα που να τόν φέρνουν σ’ επαφή με το λαό; Αλλάζει την εκπαίδευσή του; Το αμυντικό δόγμα; Το σύστημα προαγωγών; Πάνος Καμμένος. ΝΑΤΟ.

– Η στάση της απέναντι στην οικονομική και την ανθρώπινη ανάπτυξη. Θεωρεί την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών σημαντικότερη από τη συσσώρευση του κεφαλαίου; Δημιουργεί πεδία λαϊκής πρωτοβουλίας; Ξεφεύγει από τη λογική του πατερναλιστικού κράτους; Τρίτο μνημόνιο.

– Η στάση της απέναντι στην εθνική ανεξαρτησία. Καταγγέλλει τις εξωτερικές επεμβάσεις, τις στρατιωτικές βάσεις, τις ταπεινωτικές διεθνείς συμφωνίες; Ανακτά την κυριαρχία πάνω στους φυσικούς πόρους; Χτυπά την ηγεμονία των συντηρητικών στα μέσα ενημέρωσης; Ανακτά για λογαριασμό της αριστεράς τις εθνικές πολιτισμικές παραδόσεις; ΟΧΙ. Στρατηγική προσέγγιση του Ισραήλ. Σκουριές. Διαιώνιση ασυδοσίας καναλαρχών.

– Η στάση της όσον αφορά το ρόλο των γυναικών. Τρίτο μνημόνιο.

– Η στάση της απέναντι στις κάθε λογής διακρίσεις. Φράχτης στον Έβρο. Αμυγδαλέζα. Μάρκος Μπόλαρης, ο παρά λίγο Μένγκελε των οροθετικών.

– Η στάση της απέναντι στα μέσα παραγωγής. Διευρύνει την κοινωνική τους ιδιοκτησία; Επιτρέπει στους εργαζόμενους να πρωταγωνιστούν στους χώρους εργασίας; Πλήττει τη διάκριση μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας; Διευκολύνει την εργατική αυτοδιαχείριση; Ιδιωτικοποιήσεις. Κατάργηση προστατευτικής εργατικής νομοθεσίας.

– Η στάση της απέναντι στη φύση. Σκουριές.

– Η στάση της απέναντι στην ανάγκη ν’ αναλάβει η κοινωνία τον έλεγχο του πλούτου. ΄Αδειασμα της Επιτροπής Αλήθειας Δημόσιου Χρέους. ΄Αδειασμα της Βιομέ.

– Η στάση της απέναντι στον διεθνή συντονισμό και αλληλεγγύη. Προσφέρει την αλληλεγγύη της στις χώρες της περιοχής που την χρειάζονται; Ροτζάβα. Παλαιστίνη. Αναλγησία μπροστά στο προσφυγικό κύμα. Ελληνικός στρατός και φρεγάτες στο εξωτερικό.

– Η στάση της απέναντι στη λαϊκή κινητοποίηση. Κινητοποιεί τους εργάτες; Αντιλαμβάνεται την ανάγκη να φτιαχτεί ένας οργανωμένος και πολιτικοποιημένος λαός; Καταλαβαίνει πως ο λαός πρέπει να είναι πρωταγωνιστής και όχι κομπάρσος; Ακούει το λαό; Τον αφήνει να μιλήσει; Τού δίνει πόρους; Τόν καλεί ν’ ασκήσει κοινωνικό έλεγχο; Λάμπης Ταγματάρχης. Νίκος Φίλης. Γιάννης Πανούσης. Και φυσικά, επονείδιστη προδοσία του ΟΧΙ.

Από τα παραπάνω κριτήρια απουσιάζουν αναφορές σε βασικά ζητήματα όπως οι τράπεζες και το νόμισμα, κατά τη γνώμη μου κακώς. Είναι λοιπόν, από αυτή την άποψη, κριτήρια υπερβολικά ελαστικά σε ζητήματα δημοκρατίας κι εκμετάλλευσης. Επίσης απουσιάζουν ευαισθησίες της νέας αριστεράς, όπως εκείνες που συμπυκνώνονται στη φράση ‘το προσωπικό είναι πολιτικό’ ή συνδέονται με την έννοια της αποανάπτυξης. Λείπουν αρκετές διαστάσεις μιας σύγχρονης αριστερής πολιτικής, δεν είναι δηλαδή ένα αριστερόμετρο το οποίο εγώ θα εμπιστευόμουν απολύτως για να φτιάξουμε την ελληνική αριστερά του εικοστού πρώτου αιώνα. Ωστόσο ακόμη και με τούτο το στοιχειώδες και συντηρητικό αριστερόμετρο η κυβέρνηση Τσίπρα δεν υπήρξε ποτέ αριστερή, ούτε καν κυβέρνηση με αριστερές τάσεις. Στο ζύγι βγαίνει μια δεξιά έως ακροδεξιά κυβέρνηση. Και τέτοια θα είναι κάθε νέα μνημονιακή κυβέρνηση, όσοι τέως αριστεροί υπουργοί και αν τήν διακοσμούν· τέτοιοι δεν έλειπαν ούτε από τις κυβερνήσεις του Μουσσολίνι. Αυτή είναι δυστυχώς η αλήθεια· όσο κρύβεται απλώς χειροτερεύει η ανυποληψία της αριστεράς, που συνειδητά και κακόβουλα και από ιδιοτέλεια προκάλεσαν ο Τσίπρας και οι αρωγοί του, και γίνονται ακόμη πιο πικροί οι καρποί της προδοσίας.

inffowar logo

Βοήθησε το INFO-WAR να συνεχίσει την ανεξάρτητη δημοσιογραφία

Για περισσότερες επιλογές πατήστε εδώ